Η διακοπή της δεύτερης αξιολόγησης και η επιστροφή της αβεβαιότητας γύρω από την ολοκλήρωσή της υπονομεύει τη δυναμική που δημιουργήθηκε στην οικονομία το β' εξάμηνο του 2016 άρα και τις προβλέψεις για ανάπτυξη το 2017, προειδοποιεί ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Η διακοπή της δεύτερης αξιολόγησης και η επιστροφή της αβεβαιότητας γύρω από την ολοκλήρωσή της υπονομεύει τη δυναμική που δημιουργήθηκε στην οικονομία το β' εξάμηνο του 2016 άρα και τις προβλέψεις για ανάπτυξη το 2017, προειδοποιεί ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος παρά την αβεβαιότητα, υπάρχει σταθερή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών και υπογραμμίζει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται σε θετικό έδαφος το 2016, όπως δείχνουν τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα. Θετικές επιδόσεις καταγράφονται σε σειρά από δείκτες, όπως η βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών, η αύξηση του όγκου λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων, ο περιορισμός του αποπληθωρισμού και η σταθερή μείωση της ανεργίας.
«Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν προεξοφλεί ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρηθεί σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, ιδίως αν σημειώνονται καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική προσαρμογή. Επιπρόσθετα, οι θετικές επιδόσεις που καταγράφονται σε διάφορους δείκτες κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση βάσης, καθώς το αντίστοιχο διάστημα το 2015 η αγορά είχε δεχθεί το σοκ της επιβολής των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων», τονίζει.
Προειδοποιεί ότι κάθε καθυστέρηση στην αξιολόγηση επιβαρύνει τα μακροοικονομικά σενάρια -και άρα τις διαπραγματεύσεις- και λειτουργεί ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» για τον περαιτέρω εγκλωβισμό της οικονομίας στο αρνητικό σπιράλ της αβεβαιότητας και της αποεπένδυσης. «Αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο δυσχεραίνει διαχρονικά την επιστροφή της οικονομίας σε σταθερή ανάπτυξη» υπογραμμίζεται.
Ο ΣΕΒ καταγράφει επίσης ορισμένες αρνητικές εξελίξεις, όπως η αύξηση των διαγραφών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, καθώς και η διατήρηση σε υψηλά επίπεδα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς την αγορά (5,6 δις.) όπως και των ληξιπρόθεσμων οφειλών ιδιωτών προς το κράτος (94,2 δισ.).