Εκρηκτική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό των ανέργων πενηντάρηδων τα τελευταία χρόνια, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας το ποσοστό των ανέργων που ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 55-64 ετών, από 9,2% που ήταν τον Οκτώβριο του 2011, εκτινάχθηκε στο 19,3% τον αντίστοιχο μήνα του 2016 (ΕΛΣΤΑΤ, Οκτώβριος 2016). Ουσιαστικά πρόκειται για μία κατηγορία ανέργων, κυρίως του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, οι οποίοι λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία εξόδου στη συνταξιοδότηση.
Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Εκρηκτική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό των ανέργων πενηντάρηδων τα τελευταία χρόνια, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας το ποσοστό των ανέργων που ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 55-64 ετών, από 9,2% που ήταν τον Οκτώβριο του 2011, εκτινάχθηκε στο 19,3% τον αντίστοιχο μήνα του 2016 (ΕΛΣΤΑΤ, Οκτώβριος 2016). Ουσιαστικά πρόκειται για μία κατηγορία ανέργων, κυρίως του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, οι οποίοι λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία εξόδου στη συνταξιοδότηση.
Το πρόβλημα αυτό το αντιμετωπίζουν με ανάλογη ένταση και οι μακροχρόνια άνεργοι οι οποίοι στατιστικά εντάσσονται στην κατηγορία 45-54 ετών, καθώς οι περιορισμένες, αν όχι μηδαμινές, δυνατότητες ανεύρεσης εργασίας τους στερούν τη δυνατότητα συμπλήρωσης ενός επαρκούς αριθμού ημερών ασφάλισης, ώστε να προσδοκούν σε μία αξιοπρεπή σύνταξη. Έτσι, διαμορφώνεται μια ανθρώπινη δεξαμενή εγκλωβισμένων ανέργων, η οποία στις ηλικίες μεταξύ 45 και 64 ετών αριθμεί 287.900 άτομα μακροχρόνια ανέργων (ΕΛΣΤΑΤ, 3ο τρίμηνο 2015), που έχουν αποκοπεί από την αγορά εργασίας και παράλληλα βρίσκονται χρονικά σε μεγάλη απόσταση από την ηλικία συνταξιοδότησης.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία (2014) της Eurostat, η Ελλάδα έχει τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ όλων των χωρών της Ε.Ε. στις ηλικίες 55-64 ετών με ποσοστό 34%, όταν στις χώρες της Ευρωζώνης το αντίστοιχο ποσοστό απασχόλησης είναι 51,7% και στην Ε.Ε. των 28 χωρών μελών ανέρχεται στο 51,8%. Επίσης, η Ελλάδα σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία σημείωσε το 2014 το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στο σύνολο του πληθυσμού (49,4 %).
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις νέες ανατροπές που επήλθαν στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, για να συνταξιοδοτηθεί κάποιος με μειωμένη σύνταξη πρέπει να έχει συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του, ενώ για πλήρη σύνταξη απαιτείται η συμπλήρωση του 67ου έτους.
Πενηντάρηδες οι μεγάλοι χαμένοι της ύφεσης
Η σύγκριση των στοιχείων πριν και μετά την εκδήλωση της κρίσης αναδεικνύει την κάπως παράδοξη, εξισωτική επίδραση της κρίσης πάνω στα χαρακτηριστικά της ανεργίας.
Δηλαδή, αντί να επιτείνει τον ηλικιακό της χαρακτήρα, οδηγώντας σε απόλυση των πιο ευάλωτων εργαζομένων (δηλ. γυναίκες και νεαρά άτομα), η κρίση φαίνεται να έχει πλήξει (αναλογικά) περισσότερο τους άνδρες και τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, πλήττοντας περισσότερο κλάδους και διοικητικά κλιμάκια που κατείχαν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, όπως π.χ. ο κλάδος των κατασκευών και διοικητικά στελέχη.
Από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. το ποσοστό απασχόλησης έφθασε το 2014 σε επίπεδα μεταξύ 71% και 74% στην Αυστρία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δανία, στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία και κορυφώθηκε με ποσοστό 74,9% στη Σουηδία.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας, τα ποσοστά απασχόλησης ήταν κάτω του 60% σε τέσσερα από τα 28 κράτη μέλη της Ε.Ε., εκ των οποίων το χαμηλότερο ποσοστό σημείωσε η Ελλάδα (49,4%).
Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης έως το 2014 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τις επιδόσεις των επιμέρους αγορών εργασίας.
Ενώ το συνολικό ποσοστό απασχόλησης στην Ε.Ε.-28 το 2014 ήταν κατά 0,8 εκατοστιαία μονάδα χαμηλότερο από το επίπεδο του 2009, υπήρξαν 11 κράτη μέλη της Ε.Ε. τα οποία ανέφεραν αύξηση των αντίστοιχων ποσοστών τους.
Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στη Μάλτα (κατά 6,8 εκατοστιαίες μονάδες) και στην Ουγγαρία (κατά 5,4 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ η Γερμανία και το Λουξεμβούργο ανέφεραν αύξηση πάνω από 3 εκατοστιαίες μονάδες. Αντιθέτως, το ελληνικό ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε από 61,4% το 2008 σε λίγο κάτω από 50% το 2013. Υπήρξαν επίσης σημαντικές μειώσεις -τουλάχιστον κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες- μεταξύ 2009 και 2014 για τα ποσοστά απασχόλησης στην Κύπρο, στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στην Κροατία, στην Πορτογαλία και στη Δανία.
Για την Ε.Ε.-28, το ποσοστό απασχόλησης των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας ανήλθε σε 51,8% το 2014. Το ποσοστό αυξανόταν κάθε έτος από το 2002 (την έναρξη των χρονοσειρών για την Ε.Ε.-28) έως και 2014 (τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία). Το 2014 υπήρχαν 11 κράτη μέλη της Ε.Ε.-28 που είχαν ποσοστά απασχόλησης των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας μεταξύ 50% και 66%, ενώ το υψηλότερο ποσοστό με μεγάλη διαφορά σημειώθηκε στη Σουηδία (74%).