Αρνητικές παρενέργειες στην πορεία της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να προκαλέσει τυχόν περαιτέρω σημαντική καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης της πορείας υλοποίησης του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής από τους εκπροσώπους των θεσμών.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Αρνητικές παρενέργειες στην πορεία της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να προκαλέσει τυχόν περαιτέρω σημαντική καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης της πορείας υλοποίησης του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής από τους εκπροσώπους των θεσμών.
Το μεγαλύτερο διακύβευμα είναι ο στόχος του φετινού προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης 2,7%, στην επίτευξη του οποίου στηρίζεται ολόκληρο το «οικοδόμημα» του ελληνικού προγράμματος και ιδιαίτερα οι υπερφιλόδοξοι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ φέτος και 3,5% το 2018.
Η επιμονή του ΔΝΤ να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση στην άμεση νομοθέτηση νέων δημοσιονομικών μέτρων συνολικού ύψους τουλάχιστον 4,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2018-2020 είναι η βασική αιτία για την οποία έχουν «παγώσει» οι διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση, καθώς η ελληνική πλευρά δεν δέχεται επ’ ουδενί κάτι τέτοιο και αντιπροτείνει απλά μια παράταση της ισχύος του δημοσιονομικού κόφτη, χωρίς λεπτομερή προσδιορισμό των νέων μέτρων που θα περιλαμβάνονται σε περίπτωση μη επίτευξης των προβλεπόμενων δημοσιονομικών στόχων. Ακόμη όμως και η προοπτική αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, την οποία η ελληνική πλευρά φαίνεται πλέον ότι θα δεχόταν ασμένως, τείνει πλέον να μετατραπεί σε εφιάλτη για την κυβέρνηση. Αιτία οι πρόσφατες δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Β. Σόιμπλε, σύμφωνα με τις οποίες σε περίπτωση οριστικής αποχώρησης του ΔΝΤ από την ομάδα των «θεσμών» που ελέγχουν και χρηματοδοτούν με δάνεια την Ελλάδα, το ελληνικό πρόγραμμα θα πρέπει να τροποποιηθεί επί το αυστηρότερο!
Όλες αυτές οι εξελίξεις τείνουν πλέον να εδραιώσουν, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος, ένα κλίμα αβεβαιότητας για την εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος και μια αίσθηση ότι δεν υπάρχει άμεσα ορατή καμία προοπτική διεξόδου. Αν δεν υπάρξει σύντομα κάποια θετική εξέλιξη που θα οδηγήσει σε «ξεπάγωμα» των διαπραγματεύσεων, το κλίμα αβεβαιότητας θα παγιωθεί και οι συνθήκες που θα επικρατούν στην ελληνική οικονομία δεν θα επιτρέπουν πλέον την πραγματοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων.
Μια τέτοια εξέλιξη συνδυαζόμενη και με την ήδη εφαρμοζόμενη από την πλευρά της κυβέρνησης αντιαναπτυξιακή και κοινωνικά άδικη πολιτική, η οποία χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη αύξηση όλων των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, θα προκαλέσει τη δημιουργία αρνητικών προσδοκιών για την εξέλιξη της οικονομίας εντός του 2017. Θα λειτουργήσει δε ως εμπόδιο στην επίτευξη του -ούτως ή άλλως- φιλόδοξου στόχου για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 2,7% φέτος, όπως προβλέπει ο τρέχων κρατικός προϋπολογισμός. Τυχόν δε αποτυχία της επίτευξης του στόχου αυτού, θα προκαλέσει αρνητική απόκλιση και από τον δημοσιονομικό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ και νέο μεγάλο δημοσιονομικό κενό για το 2018, το οποίο θα απαιτηθεί να καλυφθεί άμεσα με την ενεργοποίηση του λεγόμενου «δημοσιονομικού κόφτη» και εν τέλει με σημαντικού ύψους νέες περικοπές σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές.
Οι παρενέργειες όμως από την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης θα είναι κι άλλες, εξίσου επαχθείς για την ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα, δεν θα ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα επιβαρυνθούν οι συνθήκες ρευστότητας στην εγχώρια αγορά και θα επιβραδυνθεί εκ νέου ο ρυθμός αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Εν τέλει δε, δεν θα καταστεί εφικτή η έξοδος της Ελλάδος στις αγορές για την κάλυψη των δανειακών της υποχρεώσεων όχι μόνο εντός του 2017 αλλά πιθανότατα ούτε εντός του 2018.
«Μεγάλο ερώτημα η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα»
Φόβους για την πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα εξέφρασε ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ σε συνέντευξη που παραχώρησε σε βελγική εφημερίδα.
Ο κ. Ντέισελμπλουμ, ερωτηθείς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που παραχώρησε στην «L’ Echo» για την Ελλάδα και για το κατά πόσο εξακολουθεί να είναι ανήσυχος, απάντησε ότι η χώρα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού εδώ και πολλά συνεχόμενα τρίμηνα σημειώνει ανάπτυξη, έχει ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού, ενώ αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των υπόλοιπων κρατών-μελών. Ωστόσο, όπως ανέφερε, το μεγάλο ερώτημα είναι το κατά πόσο θα διαρκέσει η πολιτική σταθερότητα.
Αναφορικά με το χρέος, ο Γ. Ντέισελμπλουμ επεσήμανε ότι το χρέος αποτελείται από το ύψος του ποσού, τους τόκους που πρέπει να καταβληθούν και τη διάρκεια αποπληρωμής και ότι στην περίπτωση της Ελλάδας έχει συμφωνηθεί πως θα πρέπει να επιστραφεί το σύνολο του ποσού των δανείων, αλλά, από την άλλη μεριά, έχει μειωθεί το επιτόκιο και έχει επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής, ενώ ο ίδιος δεν αποκλείει να γίνουν ακόμα περισσότερα σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο.
Παραδέχθηκε μάλιστα ότι όταν πολλά χρήματα διατίθενται για την αποπληρωμή χρεών, αυτό θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι με τις μεγάλες περιόδους αποπληρωμής και τα χαμηλά επιτόκια το κόστος παραμένει σχετικά περιορισμένο.
Προσδοκίες για επιστροφή σε ισχυρή ανάπτυξη το 2017
Την άποψη ότι το 2017 θα είναι χρονιά που θα πρυτανεύσει η ιδέα της ισχυρής ανάκαμψης της οικονομίας, διατύπωσε από τα Χανιά ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης. Ο κ. Σταθάκης συναντήθηκε σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης με εκπροσώπους κοινωνικών και παραγωγικών φορέων, έκανε απολογισμό της προσπάθειας που καταβάλλει η κυβέρνηση και περιέγραψε παράλληλα το πλαίσιο για τα επόμενα χρόνια.
Όπως υποστήριξε ο υπουργός, «η κυβέρνηση έχει οδηγήσει την οικονομία σε σταθεροποίηση, βρισκόμαστε σε φάση ανάκαμψης της οικονομίας και με το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης ανοίγει η προοπτική το 2017 να είναι μια χρονιά που θα πρυτανεύσει η ιδέα της ισχυρής ανάκαμψης της οικονομίας με ισχυρά δεδομένα της κοινωνικής δικαιοσύνης, κάτι το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο της στρατηγικής μας».
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν μπορεί να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη με αύξηση της φορολογίας, ο κ. Σταθάκης είπε πως το θέμα των έμμεσων φόρων έχει τεθεί διαζευκτικά και σημείωσε: «Επιλέξαμε μια οριακή αύξηση ορισμένων κατηγοριών έμμεσων φόρων έναντι της αύξησης των έμμεσων φόρων σε βασικά αγαθά που είναι το νερό και το ρεύμα. Υπό αυτούς τους όρους νομίζω ότι η άλλη επιλογή θα ήταν κατά πολύ χειρότερη και από κοινωνική σκοπιά. Συνεπώς, φέραμε ένα φορολογικό σύστημα το οποίο κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι δικαιότερο, επιβαρύνει περισσότερο τα πιο ευκατάστατα στρώματα και κάναμε ορισμένες αυξήσεις σε έμμεσους φόρους που θεωρήσαμε ότι ήταν ηπιότεροι από τα διαζευκτικά διλήμματα τα οποία είχαμε κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης της πρώτης αξιολόγησης».
Ο κ. Σταθάκης ρωτήθηκε και για το ενδεχόμενο μείωσης του αφορολόγητου και στην απάντησή του ισχυρίστηκε ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί καθώς αποτελεί, όπως είπε, «κόκκινη γραμμή» για την κυβέρνηση.
Πλεόνασμα αισιοδοξίας
Στις επίσημες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών δεν αποτυπώνεται προς το παρόν καμιά έντονη ανησυχία. Αντιθέτως, εκφράζονται αισιόδοξες προβλέψεις και εκτιμήσεις, που εδράζονται περισσότερο σε προσδοκίες παρά σε βεβαιότητες.
Την αισιοδοξία του ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα κλείσει πολύ γρήγορα εξέφρασε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Αλέξανδρος Χαρίτσης, σε δηλώσεις του στο περιθώριο της ημερίδας που έγινε χθες στις Σέρρες για τον αγροτικό τομέα ως πυλώνα ανάπτυξης της χώρας. Στήριξε ωστόσο την αισιοδοξία του αυτή απλώς στο γεγονός ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επιζητούν λύση!
Συγκεκριμένα, ο κ. Χαρίτσης, αφού υποστήριξε ότι η ελληνική κυβέρνηση όλο το προηγούμενο διάστημα εργάστηκε πάρα πολύ σκληρά ώστε από τη μεριά της να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε βάσει της συμφωνίας το καλοκαίρι του 2015, επισήμανε: «Είμαστε πλέον βέβαιοι και αυτό αποτυπώνεται και στις δηλώσεις, αλλά και στις ενέργειες των περισσοτέρων Ευρωπαίων αξιωματούχων, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών και των ηγεσιών τους επιζητεί την επίλυση αυτής της σημαντικής εκκρεμότητας, έτσι ώστε το αμέσως επόμενο διάστημα η ελληνική οικονομία, με ασφάλεια πλέον και για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια, να μπορέσει να βαδίσει στον δρόμο της ανάπτυξης». Ενώ πρόσθεσε: «Είμαστε αισιόδοξοι ότι πολύ σύντομα αυτή η εκκρεμότητα θα κλείσει. Η χώρα, οι ελληνικές τράπεζες θα ενταχθούν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και πλέον θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για μια νέα σελίδα στην ελληνική οικονομία».
Ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης τόνισε επίσης: «Είναι πάρα πολύ σημαντικό μέσα στο 2017 να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να έχουμε ανοιχτό ορίζοντα μπροστά μας για την υλοποίηση των αναπτυξιακών πολιτικών που έχουμε σχεδιάσει και να αφήσουμε πίσω μας τον υφεσιακό κύκλο της λιτότητας και των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν τα προηγούμενα έξι-επτά χρόνια. Είμαι βέβαιος ότι αυτή η εκκρεμότητα θα λήξει πάρα πολύ γρήγορα».