ΘΑ ΑΠΟΡΡΙΨΟΥΝ οι υπουργοί Οικονομικών του G-7, των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου, την προσπάθεια της ρωσικής κυβέρνησης να καταστεί η χώρα, πλήρες μέλος της ομάδας, κατά την εξέταση του θέματος, το επόμενο έτος, σύμφωνα με αξιωματούχους του G-7.
Η οικονομία της Ρωσίας, ύψους 533 δισ. δολ. ΗΠΑ και η 16η μεγαλύτερη στον κόσμο, δεν είναι ικανή να ευθυγραμμιστεί με το κύρος του G-7, σύμφωνα με τους αξιωματούχους. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Ρωσίας, σταμάτησε τις προσπάθειες εναρμονισμού της χώρας στο καθεστώς της προσέλκυσης επενδύσεων, των ελεύθερων αγορών και των κανόνων του νόμου, επεσήμαναν οι ίδιοι, οι οποίοι προτίμησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.
Η Ρωσία θέλει να αποτελέσει μέλος της Ομάδας των Οκτώ πιο δυνατών πολιτικών κυβερνήσεων το 2006, δίνοντας την ευκαιρία στον πρόεδρο, Vladimir Putin να φθάσει στην κορυφή της ηγεσίας του. Στο παρελθόν, όποια χώρα ήταν μέλος του G-8 ήταν παράλληλα και του G-7, κάτι που υπαγόρευσε τις προσπάθειες της Ρωσίας να συμπεριληφθεί.
«Το να προσπαθεί να μπει στο G-7 η Ρωσία, δέχεται πολλή μεγάλη πίεση, που απλά δεν της αξίζει», ανέφερε ο Stuart Eizenstat, που τελούσε χρέη γραμματέα σε υπουργεία, επί διακυβέρνησης του προέδρου των ΗΠΑ, Bill Clinton, σε συνέντευξή του, συμπληρώνοντας: «Η οικονομία της Ρωσίας είναι πολλή μικρή και δεν είναι τόσο ελεύθερη ώστε να δικαιούται τη θέση αυτή σε συνδυασμό με το ότι παρέκκλινε της δημοκρατίας και της αναμόρφωσης».
Οι Ρώσοι αξιωματούχοι οικονομικών θα παρευρίσκονται σε κάποιες συσκέψεις των υπουργών Οικονομικών του G-7 και των διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών. «Η απόρριψη της πλήρους ένταξης της Ρωσίας στην ομάδα, αντικατοπτρίζει την απογοήτευση από τη μη τήρηση των υποσχέσεων του Putin, να εκδημοκρατίσει και να απελευθερώσει την αγορά της χώρας, προκειμένου να γίνει μέλος της ομάδας των πιο πλούσιων χωρών του κόσμου», ανέφερε ο Vito Tanzi, ο οποίος παρακολούθησε τις συσκέψεις του G-7, ως αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας, από το 2001 έως το 2003.
«Τη στιγμή που η οικονομία της Κίνας, είναι ήδη μεγαλύτερη από την οικονομία του Καναδά, μέλους του G-7, η ομάδα θέλει να κρατήσει το μέγεθός της σχετικά μικρό, ώστε τα θέματα που θα συζητά να μην είναι τόσο διευρυμένα», συμπλήρωσε ο Tanzi σε συνέντευξή του, καταλήγοντας: «Το G-7 θα δουλέψει σκληρά για να κρατήσει τους άλλους εκτός».
Το G-7 δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια άτυπης συνάντησης των υπουργών Οικονομικών των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Βρετανίας. Διευρύνθηκε με την ένταξη της Ιαπωνίας το 1973 και στη συνέχεια του Καναδά και της Ιταλίας το 1986. Σήμερα το G-7 ελέγχει τα 2/3 της παγκόσμιας οικονομίας. Οι εν λόγω χώρες, μαζί με τη Ρωσία, συγκρότησαν το G-8.
Η Ρωσία προσεκλήθη να στείλει εκπροσώπους της σε μερικές συνεδριάσεις του G-7, πριν από μία δεκαετία και οι Κινέζοι αξιωματούχοι συμμετείχαν σε αυτές για πρώτη φορά τον Οκτώβριο. Οι υπουργοί Οικονομικών των δύο χωρών και οι διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών τους, παρακολούθησαν σειρά συσκέψεων του G-7, τέσσερις φορές ετησίως, ωστόσο δεν είχαν κανένα ουσιαστικό ρόλο στη σύνταξη κειμένων, ούτε υπέγραψαν καμμία ανακοίνωση της Ομάδας, αναφορικά με την κοινή πολιτική. Σε επίπεδο G-8, Ο πρόεδρος της Ρωσίας, καθώς και ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας, έχουν τα ίδια δικαιώματα, με τα λοιπά μέλη.