Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 10 Μαρτίου 2005 18:14

Μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο πετρελαιοειδών στην Ελλάδα

Μέχρι το 2010 προβλέπεται, για την εγχώρια αγορά, σημαντική αύξηση της ζήτησης της αμόλυβδης βενζίνης κατά 5,5% ετησίως, μείωση της ζήτησης για βενζίνη σούπερ κατά 18,5% το χρόνο, ενώ η αύξηση του συνόλου των βενζινών θα διαμορφωθεί για τα επόμενα χρόνια στο 2,5% ετησίως.

Όπως προκύπτει από μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για τον κλάδο πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως (κίνησης και θέρμανσης) προβλέπεται έως και το 2010 μέση ετήσια αύξηση από 2% έως 6%, για το πετρέλαιο κίνησης 0,4% με 2,7% και για το πετρέλαιο θέρμανσης 3% με 5,7%. Το μεγάλο εύρος των προβλέψεων οφείλεται στο ότι πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση των προϊόντων αυτών, όπως ο ρυθμός διείσδυσης του φυσικού αερίου, ο αριθμός των ντιζελοκίνητων αυτοκινήτων που θα κυκλοφορήσουν κ.ά., δεν είναι εφικτό να εκτιμηθούν.

Το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί τις επόμενες δύο δεκαετίες μεταξύ των ενεργειακών αγαθών, παρουσιάζοντας ωστόσο χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης. Η υποκατάσταση των πετρελαιοειδών προϊόντων από νέες εναλλακτικές μορφές ενέργειας προβλέπεται ότι θα πραγματοποιηθεί με αργούς ρυθμούς, καθώς οι υψηλές κεφαλαιακές επενδύσεις που απαιτούνται, αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο. Ωθηση στην εξέλιξη της εγχώριας προσφοράς αναμένεται να δώσει η κατασκευή του αγωγού Μπούργκας - Αλεξανδρούπολη, ο οποίος θα μειώσει το κόστος εισαγωγής αργού πετρελαίου και ταυτόχρονα θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εταιριών.

Στην Ελλάδα τα πετρελαιοειδή προϊόντα κατέχουν τη μερίδα του λέοντος μεταξύ του συνόλου των ενεργειακών αγαθών, με ποσοστό που φτάνει περίπου το 70%. Το ποσοστό αυτό ωστόσο εμφανίζει στην περίοδο 1985 - 2000 οριακή, πλην σταθερή, υποχώρηση, η οποία αποδίδεται στην βραδεία υποκατάσταση των προϊόντων πετρελαίου από άλλες μορφές ενέργειας. Σε ό,τι αφορά τις εταιρίες διύλισης την περίοδο 1997-2001, οι πωλήσεις σημείωσαν μέση ετήσια άνοδο κατά 18,6% προσεγγίζοντας το 2001 τα 5,58 δισ. ευρώ. Τα καθαρά κέρδη προ φόρων παρουσίασαν αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 258% σε 142,35 εκατ. ευρώ.