Τον δυσκολότερο προϋπολογισμό στη μέχρι τώρα θητεία της -και μάλιστα υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες- καλείται να εκτελέσει η κυβέρνηση. Εν μέσω αβεβαιότητας για την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές αλλά και ενεργοποίησης νέων αντιαναπτυξιακών μέτρων (αυξήσεις φόρων, μειώσεις αποδοχών από συντάξεις κ.λπ.), το οικονομικό επιτελείο καλείται να επιτύχει υψηλούς στόχους μέσα στο 2017.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τον δυσκολότερο προϋπολογισμό στη μέχρι τώρα θητεία της -και μάλιστα υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες- καλείται να εκτελέσει η κυβέρνηση.
Εν μέσω αβεβαιότητας για την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές αλλά και ενεργοποίησης νέων αντιαναπτυξιακών μέτρων (αυξήσεις φόρων, μειώσεις αποδοχών από συντάξεις κ.λπ.), το οικονομικό επιτελείο καλείται να επιτύχει υψηλούς στόχους μέσα στο 2017: να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 2,7% παρά την επιβολή νέων φόρων, να εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα άνω των 3 δισ. ευρώ έναντι μόλις 900 εκατ. ευρώ μέσα στο 2016, αλλά και να τονώσει την επενδυτική δραστηριότητα, ενώ δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει καν αν και πότε θα κλείσει η β’ αξιολόγηση.
Η κυβέρνηση ήλπιζε ότι με την αλλαγή του χρόνου θα είχε ξεκαθαρίσει το τοπίο. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αυτή τη στιγμή είναι αβέβαιο αν οι διαπραγματεύσεις θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Ιανουαρίου ή αν θα χαθεί ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο προκειμένου να προκύψει συμφωνία.
Πέραν όμως από τον παράγοντα αβεβαιότητα, το οικονομικό επιτελείο έχει έναν ακόμη λόγο να ανησυχεί: με την αλλαγή του έτους οι επιβαρύνσεις για εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους εκτινάσσονται σε πρωτοφανή επίπεδα, με απρόβλεπτες συνέπειες και για τα δημόσια έσοδα αλλά και για την πορεία της οικονομίας.
Ο παράγων αβεβαιότητα
Το πότε θα εκλείψει ο παράγοντας «αβεβαιότητα» για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης αλλά και την επίτευξη συμφωνίας με τους θεσμούς (για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, για τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα κ.λπ.) είναι καθοριστικό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μέσα στο 2017. Από την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η πορεία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος μέσα στο 2017. Και αυτό γιατί:
1 Χωρίς την επίτευξη συμφωνίας δεν θα εκταμιευτεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης το περίπου 1,8 δισ. ευρώ που προορίζεται για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Ήδη, έως το τέλος Δεκεμβρίου, εκτιμάται ότι θα εξαντληθεί πλήρως το 1,7 δισ. ευρώ που εκταμιεύτηκε τον Οκτώβριο (στο πλαίσιο ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης) για να πληρωθούν χρέη του Δημοσίου. Έτσι, τον Ιανουάριο δεν αναμένεται να πέσει «φρέσκο χρήμα» στην αγορά ενώ αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί μέχρι να γίνει η επόμενη εκταμίευση από τον ESM. Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί το δυσμενές σενάριο, το οποίο προβλέπει συμφωνία μετά τον Μάρτιο, η οικονομία θα μείνει χωρίς μετρητό που αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ για ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο του 2017.
2 Δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός του 2017 θα είναι -σε ταμειακή βάση- ελλειμματικός για ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο του νέου έτους, το υπουργείο Οικονομικών αναμένεται να επαναλάβει τη γνώριμη τακτική του παγώματος των δημόσιων δαπανών προκειμένου να διατηρήσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την αποπληρωμή των τόκων και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Μπορεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο να μην υπάρχουν μεγάλες υποχρεώσεις όσον αφορά τα χρεολύσια, ωστόσο μέσα στο πρώτο τρίμηνο θα πρέπει να καταβληθούν περισσότερα από 2,3 δισ. ευρώ για τους τόκους. «Πάγωμα» των δημόσιων δαπανών σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, με προφανείς συνέπειες στην πορεία του ΑΕΠ.
3 Η ανάπτυξη του 2017 έχει στηριχτεί σε μεγάλο βαθμό στην εκτίμηση ότι θα τονωθούν το 2017 τόσο οι εξαγωγές όσο και οι επενδύσεις. Η αβεβαιότητα δεν βοηθάει ούτε στην προσέλκυση επενδύσεων ούτε στην τόνωση των εξαγωγών, κάτι που σημαίνει ότι όσο περισσότερος χρόνος χαθεί στις διαβουλεύσεις, τόσο λιγότερος χρόνος θα απομείνει για να τονωθούν τα βασικά μεγέθη της οικονομίας.
Οι έμμεσοι φόροι
Από την Πρωτοχρονιά ενεργοποιείται το νέο πακέτο αυξήσεων στους έμμεσους φόρους, το οποίο περιλαμβάνει:
1 Αύξηση στον ειδικό φόρο κατανάλωσης σε βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα η τιμή της αμόλυβδης να αναρριχηθεί πάνω από το 1,5 ευρώ σε αρκετές περιοχές της χώρας και το πετρέλαιο κίνησης να ξεπεράσει ακόμη και το 1,25 ευρώ (σ.σ.: καθώς η αύξηση του ειδικού φόρου στο πετρέλαιο είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην αμόλυβδη).
2 Επιβολή ειδικού φόρου στον καφέ από 2 έως 4 ευρώ το κιλό.
3 Αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα τσιγάρα (ακόμη και στα ηλεκτρονικά) με αποτέλεσμα να υπάρξουν ανατιμήσεις ακόμη και της τάξης των 50 λεπτών ανά πακέτο.
4 Επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης ακόμη και στον λογαριασμό του σταθερού τηλεφώνου και του internet, κάτι που θα φανεί σε όλους τους λογαριασμούς που θα εκδοθούν μετά την 1/1/2017.
Εκπρόσωποι κλάδων που επηρεάζονται από αυτές τις αυξήσεις έμμεσων φόρων έχουν προειδοποιήσει για έκρηξη λαθρεμπορίου και για μείωση της κατανάλωσης.
Οι παράνομες πωλήσεις τσιγάρων αντιστοιχούν ήδη στο 25% των συνολικών πωλήσεων στην αγορά, καθώς μετά και τη νέα αύξηση φόρου, στο ένα ευρώ τιμής λιανικής, τα 90 λεπτά καταλήγουν στο κράτος είτε υπό μορφή ειδικού φόρου κατανάλωσης είτε υπό μορφή ΦΠΑ.
Για κίνδυνο αύξησης του λαθρεμπορίου κάνουν λόγο ακόμη και οι εκπρόσωποι του κλάδου καφέ.
Επιβεβαίωση αυτών των εκτιμήσεων θα φανεί στα έσοδα του ΦΠΑ από τα οποία το Δημόσιο περιμένει μέσα στο 2017 περισσότερα από 14 δισ. ευρώ.
«Κόπωση» φορολογουμένων
Το 2017 θα είναι έτος μεγάλων επιβαρύνσεων για εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους. Αυξάνεται ο φόρος στα ενοίκια, ο φόρος στις ομόρρυθμες και στις ετερόρρυθμες εταιρείες, ο φόρος στα μερίσματα και η εισφορά αλληλεγγύης. Στην πράξη θα φανεί αν με την προσθήκη νέων βαρών που ξεπερνούν το 1,5-2 δισ. ευρώ θα επηρεαστούν οι συντελεστές εισπραξιμότητας των φόρων. Ήδη το 2016 κλείνει με 4,2 εκατομμύρια φορολογούμενους να έχουν συμπεριληφθεί στη λίστα με τους οφειλέτες του Δημοσίου.
Ασφαλιστικές εισφορές βάσει εισοδήματος
Τα περισσότερα τμήματα των εφοριών (ΦΠΑ, μητρώο, κώδικας βιβλίων και στοιχείων, εισόδημα) κατακλύζονται τις τελευταίες εβδομάδες από ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες που σπεύδουν να «κλείσουν» τα βιβλία τους προκειμένου να προλάβουν την επικείμενη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το δηλωθέν εισόδημα. Δεδομένο ότι οι εισφορές θα υπολογιστούν βάσει του εισοδήματος του 2015, χιλιάδες επιτηδευματίες προτιμούν να «παγώσουν» τη δραστηριότητά τους παρά να καταβάλουν το 27% του ετήσιου εισοδήματός τους στον Ενιαίο Ασφαλιστικό Φορέα. Άλλοι επαγγελματίες επιλέγουν τη λύση του εταιρικού μετασχηματισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η μείωση στον αριθμό των επαγγελματιών μπορεί να προκαλέσει διπλή ζημιά στον προϋπολογισμό του 2017 καθώς, εκτός από τις ασφαλιστικές εισφορές, μπαίνουν σε κίνδυνο τόσο οι εισπράξεις από φόρο εισοδήματος όσο και τα έσοδα από τον ΦΠΑ. Είναι ενδεικτικό ότι για κάθε 1.000 ευρώ εισοδήματος ελεύθερου επαγγελματία ή επιτηδευματία που δεν θα δηλώνεται μέσα στο 2017, το Δημόσιο θα χάνει από 600 έως 700 ευρώ έσοδα καθώς:
1. Στα 1.000 ευρώ εισοδήματος αναλογούν 240 ευρώ ΦΠΑ.
2. Οι ασφαλιστικές εισφορές για 1.000 ευρώ εισοδήματος μπορούν να φτάσουν (ή και να ξεπεράσουν ακόμη) τα 270 ευρώ (ανάλογα με την επαγγελματική δραστηριότητα και το αν υπάρχει κάλυψη για επικούρηση ή εφάπαξ).
3. Ο φόρος εισοδήματος για 1.000 ευρώ εισοδήματος κυμαίνεται από τα 150 ευρώ έως τα 300 ευρώ, ανάλογα με την πηγή εισοδήματος αλλά και το σύνολο των αποδοχών του επαγγελματία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, το υπουργείο Εργασίας προσβλέπει σε αύξηση των εσόδων κατά τουλάχιστον 90 εκατ. ευρώ μέσα στο 2017. Την ίδια στιγμή, όμως, εκφράζονται φόβοι ότι το μαζικό «κλείσιμο» βιβλίων θα οδηγήσει σε απώλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από φόρους και εισφορές.