Από το 2009, σε όποια χώρα της Ε.Ε. εφαρμόστηκε η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων δεν απέφερε επενδύσεις, υποστηρίζει ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή».
Από το 2009, σε όποια χώρα της Ε.Ε. εφαρμόστηκε η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων δεν απέφερε επενδύσεις, υποστηρίζει ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή».
Όπως επισημαίνει ο υπουργός Οικονομίας οι τρεις βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να επιτύχει η Ελλάδα προκειμένου να προσελκύσει υγιείς επιχειρηματικές επενδύσεις είναι οι διαφανείς διαδικασίες διαγωνισμών, το ισχυρό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους και η παροχή τραπεζικής χρηματοδότησης με οικονομικά κριτήρια.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο κ. Παπαδημητρίου, σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Σλοβενία και η Ισπανία, όπου υπήρξε μείωση των φορολογικών συντελεστών, παρατηρείται ταυτόχρονα και μείωση των επενδύσεων. Μείωση επενδύσεων παρατηρείται, σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη και σε χώρες με χαμηλό συντελεστή (Κροατία, Πολωνία, Ρουμανία), που τον διατήρησαν χαμηλό, ενώ αντίθετα οι πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Αυστρία) παρότι διατήρησαν υψηλούς φορολογικούς συντελεστές καθ΄ όλη τη διάρκεια της κρίσης, δεν αντιμετώπισαν κάμψη, αλλά μικρή άνοδο των επενδύσεών τους ως προς το ΑΕΠ.
«Ειδικότερα για την Ελλάδα, αξίζει να θυμίσουμε πως το 2006 οι φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων ήταν 29% και σταδιακά έπεσε στο επίπεδο του 20% το 2011-2012. Αυτό δεν εμπόδισε, εντούτοις, το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ να κατολισθήσει από το 23,7% το 2006 στο 12,6% το 2012, απόδειξη ότι καμιά μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων δεν εγγυάται επενδύσεις», τονίζει ο υπουργός Οικονομίας.
Ο υπουργός επικαλείται επίσης πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι «η φορολογική επιβάρυνση μιας χώρας είναι ένας από τους πολλούς, και δεν είναι πάντα ο πιο σημαντικός παράγοντας που εξετάζεται από τους δυνητικούς επενδυτές όταν σταθμίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις». Εξαιρετικά σημαντικά για τους δυνητικούς επενδυτές» είναι κατά τον ίδιο, «ζητήματα σχετικά με το κόστος και τους κινδύνους που συνδέονται με τις μακροοικονομικές και επιχειρηματικές συνθήκες, το κόστος της συμμόρφωσης προς τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές πρακτικές, το μέγεθος της αγοράς, τις συνθήκες εργασίας, και πάνω απ΄ όλα τις ευκαιρίες κέρδους που συνδέονται με συγκεκριμένες τοποθεσίες».
«Η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων είναι μειωμένης αποτελεσματικότητας στην προσέλκυση επενδύσεων για τον επιπλέον λόγο ότι συμβάλλει σε μια ανταγωνιστική κούρσα προς τα κάτω των ευρωπαϊκών οικονομιών που μόνους ωφελημένους έχει τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις», υπογραμμίζει ο κ. Παπαδημητρίου, προσθέτοντας ότι «για την Ελλάδα, η οποία προσφέρει πληθώρα ευκαιριών κέρδους από συγκεκριμένες τοποθεσίες (λόγω υποδομών, τουρισμού, ενέργειας και μεταφορών) και υφίσταται μεγάλες δημοσιονομικές πιέσεις δεν χρειάζεται η οικονομία παρόμοια πολιτική».
«Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι διαφανείς διαδικασίες διαγωνισμών, ισχυρό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους και παροχή τραπεζικής χρηματοδότησης με οικονομικά κριτήρια. Γιατί σε αυτές βασίζονται πρωτίστως οι υγιείς επιχειρηματικές επενδύσεις», καταλήγει.