Η Ελλάδα επιμένει στην υπερφορολόγηση, παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα ήταν και παραμένει η διακυβέρνηση και ο δημόσιος τομέας, υπογραμμίζει στη «Ν» ο καθηγητής Ζαφείρης Τζαννάτος, πρώην σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και συγγραφέας του βιβλίου «Η Ελλάδα των Μνημονίων 2010-2012».
Από την έντυπη έκδοση
Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η Ελλάδα επιμένει στην υπερφορολόγηση, παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα ήταν και παραμένει η διακυβέρνηση και ο δημόσιος τομέας, υπογραμμίζει στη «Ν» ο καθηγητής Ζαφείρης Τζαννάτος, πρώην σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και συγγραφέας του βιβλίου «Η Ελλάδα των Μνημονίων 2010-2012». Ο ίδιος θεωρεί πως βρισκόμαστε μακριά από το τέλος της κρίσης, χαρακτηρίζοντας «λίγο, μικρό και οριζόντιο» ό,τι έχει δοκιμαστεί στο πλαίσιο της προσαρμογής, η οποία ακολουθεί μια «συνταγή για βέβαιη αποτυχία». Στο πλαίσιο αυτό προτρέπει όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές να αντλήσουν μαθήματα από τα λάθη στον σχεδιασμό και την εφαρμογή του προγράμματος.
Για να οδηγηθεί κανείς σε μια λύση θα πρέπει πρώτα να εντοπίσει το πρόβλημα. Τι συνέβη στην Ελλάδα;
«Από το 1970 έως το 2009 η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 1%. Την ίδια περίοδο η απασχόληση στον δημόσιο τομέα αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 4%. Εκτός από την επέκταση της απασχόλησης με πελατειακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των ΔΕΚΟ, η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα εξαρτήθηκε από τον υπερβολικό δανεισμό, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 και από τις αρχές του 2000. Τα ελλείμματα δημιούργησαν μια δημοσιονομική πυραμίδα που κατέρρευσε όταν σταμάτησε η νέα χρηματοδότηση, όπως συμβαίνει στα “σχέδια Ponzi”. Έτσι, φτάσαμε στο 2009, οπότε και αναδείχθηκαν οι συσσωρευμένες μακροοικονομικές ανισορροπίες, τα μεγάλα μεγέθη του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους, η αδύναμη ανταγωνιστικότητα, οι παροχές στις ΔΕΚΟ και τα μη βιώσιμα συνταξιοδοτικά συστήματα. Μια άλλη παράμετρος ήταν οι χαμηλές επιδόσεις της αγοράς εργασίας, ιδιαίτερα στις ΔΕΚΟ. Αιτίες ήταν η αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, η διαφθορά του δημόσιου τομέα και ένας καταδικασμένος σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ιδιωτικός τομέας, που ακόμη χαρακτηρίζεται από έναν αγώνα, στην ουσία, βιωσιμότητας παρά επιχειρηματικότητας».
Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα, όπως αυτή δρομολογήθηκε το 2010;
«Το πρόγραμμα ήταν εμπροσθοβαρές και οι θεσμικές δυνατότητες της Ελλάδας ήταν στην πράξη σχετικά περιορισμένες. Το κυριότερο, η πολιτική βούληση για εφαρμογή ήταν σε μεγάλο βαθμό απούσα, σε αντίθεση με την Ιρλανδία, τη Λετονία, την Εσθονία και την Κύπρο που βγήκαν από τα προγράμματα διάσωσης σε διάστημα 2-3 ετών. Το πρόγραμμα έδωσε έμφαση στην αβέβαιη από τη φύση τους αύξηση εσόδων, παρά στις πιο σίγουρες περικοπές δαπανών, που ήταν και η αιτία της δημοσιονομικής κρίσης. Επίσης, στηρίχθηκε σε μη ρεαλιστικές υποσχέσεις της ελληνικής πλευράς και σε υπεραισιόδοξες τεχνοκρατικές υποθέσεις και προβλέψεις».
Η δημόσια διοίκηση ήταν η γενέτειρα αυτής της κρίσης. Τι προέβλεπε και τι εφάρμοσε το πρόγραμμα στο συγκεκριμένο πεδίο;
«Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι οι μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα προαπαιτούν γνώση για το τι, πόσο και πώς πρέπει να αλλάξει. Αυτό απαιτεί μια σοβαρή ανάλυση δαπανών (πόσο πρέπει να μειωθεί ο δημόσιος τομέας), οργανικές μελέτες (ποια υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες, ΔΕΚΟ κ.ο.κ. απαιτούν παρεμβάσεις) και λειτουργικές αναλύσεις (πώς θα βελτιωθεί η εσωτερική λειτουργία των δομών που θα διατηρηθούν). Στην Ελλάδα δεν έγινε καμία οργανωμένη στρατηγική μελέτη. Επικράτησε η λογική “ας κάνουμε κάτι μέχρι την επόμενη αξιολόγηση και βλέπουμε”. Ό,τι έγινε ήταν λίγο, μικρό και οριζόντιο: συνταγή για βέβαιη αποτυχία. Είναι αλήθεια ότι η τρόικα, οι θεσμοί, το κουαρτέτο, δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν πίστωση χρόνου στην Ελλάδα όπως έκαναν σε άλλες χώρες. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι δεν είχαν εμπιστοσύνη ότι η Ελλάδα θα κάνει αυτά που υποσχόταν. Ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται ακόμη και σήμερα».
Τελικά, τι δεν πήγε καλά στην Ελλάδα; Ο σχεδιασμός ή η υλοποίηση του προγράμματος;
«Το 2010 υπήρξε παράβλεψη της αφερεγγυότητας, αν και το ΔΝΤ δεν ήθελε από την αρχή να μπει στο παιχνίδι, κάτι που διαπραγματεύεται και σήμερα. Τελικά, συμφωνήθηκε το πρώτο μνημόνιο αντιμετωπίζοντας την ελληνική υπόθεση ως πρόβλημα ρευστότητας. Έτσι, το νερό μπήκε στο λάθος κανάλι από την αρχή. Στη συνέχεια, ο κομματικός ανταγωνισμός και η πολιτική αστάθεια έκαναν τα πράγματα χειρότερα. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τους δανειστές πάνω σε μια αξιόπιστη και τεχνικά σωστή βάση και μπλέχτηκε σε μια λεόντεια συμφωνία που τελικά εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί περισσότερο τα ξένα συμφέροντα παρά τα εγχώρια. Το πρόγραμμα πέτυχε, από την πλευρά των δανειστών: Από το 2013 μέχρι και σήμερα αποσοβήθηκε ο κίνδυνος να κάνει η Ελλάδα μονομερώς ό,τι θέλει και να τινάξει στον αέρα την ευρωπαϊκή οικονομία και τις τράπεζες. Λέγεται ότι οι Έλληνες φημίζονται για το ότι γράφουν ιστορία γρηγορότερα από ό,τι διδάσκονται από αυτήν. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το ΔΝΤ και η Ευρώπη μπορούν να διδαχθούν από τη συνεχιζόμενη ελληνική τραγωδία, έτσι ώστε τα μελλοντικά προγράμματα προσαρμογών να μην επαναλάβουν τα λάθη που έγιναν στην Ελλάδα».
Είναι αλήθεια ότι το 2014, παρά τα λάθη στην κατάρτιση του προγράμματος και τις αδυναμίες στην εφαρμογή του, η Ελλάδα είχε περάσει τον κάβο και εισερχόταν σε ρυθμούς ανάπτυξης, εξέλιξη την οποία ανέτρεψαν οι πολιτικές εξελίξεις;
«Είναι αλήθεια ότι από τις αρχές του 2012 οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης αποκλιμακώνονταν μέχρι το πρώτο 4μηνο του 2014, οπότε και έγιναν σχεδόν μηδενικοί. Το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το έτος ανάμεσα στον τότε πρωθυπουργό, την τότε τρόικα και τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών είναι θέμα προς συζήτηση. Ένα όμως είναι βέβαιο: Τον επόμενο χρόνο, το 2015, οι προθέσεις για την οικονομική πολιτική της Ελλάδας έγιναν “επαναστατικές”. Καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης μέχρι σήμερα δεν έχει συζητήσει το ενδεχόμενο της εξόδου. Αντιθέτως, η Εσθονία και η Λετονία, παρά τις κρίσεις που αντιμετώπισαν, επέλεξαν να μπουν εκ των υστέρων στο ευρώ. Η Ελλάδα ακολουθεί ακόμη και σήμερα μια λανθασμένη πολιτική υπερφορολόγησης και εστίασης στα εργασιακά του ιδιωτικού τομέα, ενώ το πρόβλημα ήταν και παραμένει η διακυβέρνηση και ο δημόσιος τομέας».
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το βασικό σενάριο μετά τον νέο γύρο αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, αλλά και το ΔΝΤ;
«Θεωρώ ότι οι πιθανότητες η Ελλάδα να μείνει στο ευρώ είναι περισσότερες από το να βγει. Αλλά η Ελλάδα δεν βρίσκεται ακόμη κοντά στο τέλος της κρίσης. Δεν είναι καν στην αρχή του τέλους της κρίσης. Είναι στο τέλος μιας αρχικής προσπάθειας που ίσως κάποτε βελτιώσει τον δημόσιο τομέα, προωθήσει μια σωστή οικονομική προσέγγιση του ιδιωτικού τομέα και των εργασιακών και θέσει τη βάση της δημιουργίας ενός κράτους δικαίου».