Όταν αποφάσισε να παρατείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, χρειάστηκε να επιλέξει μεταξύ του να αγοράσει ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις ή να εστιάσει τα μέτρα νομισματικής στήριξης προς εκείνες τις χώρες της Ευρωζώνης που τα χρειάζονται περισσότερο. Ο κ. Ντράγκι επέλεξε το πρώτο.
Από την έντυπη έκδοση
Όταν αποφάσισε να παρατείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, χρειάστηκε να επιλέξει μεταξύ του να αγοράσει ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις ή να εστιάσει τα μέτρα νομισματικής στήριξης προς εκείνες τις χώρες της Ευρωζώνης που τα χρειάζονται περισσότερο. Ο κ. Ντράγκι επέλεξε το πρώτο.
Βασική αρχή για τους αξιωματούχους της ζώνης του ευρώ είναι να μην επωφελούνται από τα μέτρα νομισματικής στήριξης κάποιες χώρες περισσότερο από άλλες. Εξαιτίας όμως του σχεδιασμού των κανονισμών της ΕΚΤ, οι πιο ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης ευνοούνται περισσότερο από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από ό,τι οι ασθενέστερες οικονομίες, όπως διαπιστώνει η «WSJ» σε ανάλυσή της.
Στη συνεδρίαση της 8ης Δεκεμβρίου, ο κ. Ντράγκι ανακοίνωσε την παράταση του προγράμματος αγοράς ενεργητικού πέραν της αρχικής ημερομηνίας του Μαρτίου 2017, έως τα τέλη του έτους. Η αλλαγή ανάγκασε τους αξιωματούχους της ΕΚΤ να χαλαρώσουν τους κανονισμούς που διέπουν το πρόγραμμα, ώστε να αποφύγουν το ενδεχόμενο να ξεμείνουν από επιλέξιμους τίτλους.
Με βάση τους κανονισμούς, οι αγορές ομολόγων της ΕΚΤ καθορίζονται από την κλείδα κατανομής (capital key), δηλαδή από τη συμμετοχή των χωρών στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Η διατήρηση αυτών των ποσοστώσεων ήταν βασικός στόχος για τους πολιτικούς των χωρών της Βόρειας Ευρώπης, κυρίως της Γερμανίας, καθώς διασφαλίζει ότι δεν θα χρειαστεί να μοιραστούν το βάρος του χρέους άλλων χωρών μέσω της κεντρικής τράπεζας.
Επιπλέον, οι κανονισμοί επιτρέπουν στην ΕΚΤ τη διακράτηση έως και του ενός τρίτου του συνολικού χρέους μιας χώρας, ενώ αρχικά δεν επιτρεπόταν να αγοράζει ομόλογα με απόδοση χαμηλότερη του καταθετικού επιτοκίου, που είναι στο -0,4%. Για να έχει μεγαλύτερο εύρος επιλέξιμων τίτλων, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ ήραν τον περιορισμό για αγορές τίτλων με επιτόκιο κάτω από το -0,4%, γεγονός που θα επιτρέψει στην κεντρική τράπεζα να αγοράσει περισσότερα γερμανικά και ολλανδικά ομόλογα. Δεν άγγιξαν όμως κανένα από τα βασικά εμπόδια που δεν της επιτρέπουν να τοποθετήσει σε περισσότερους πορτογαλικούς ή ιρλανδικούς τίτλους.
«Δεν θεωρούμε ότι οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ είναι θετικές για την περιφέρεια», επισημαίνει ο Μπερτ Λουρένκο, επικεφαλής στρατηγικής επιτοκίων για Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Ασία στην HSBC. Και αυτό, παρότι βασικός στόχος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) είναι να βοηθήσει την οικονομία μιας χώρας-μέλους, μειώνοντας περισσότερο το κόστος δανεισμού. Μεταξύ όλων των χωρών, η Πορτογαλία είναι εκείνη που το χρειάζεται περισσότερο: η απόδοση του 10ετούς πορτογαλικού οδεύει προς το 4%, στα δεύτερα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, μετά το 10ετές ελληνικό ομόλογο. Στον αντίποδα, η απόδοση του 10ε-τούς της Γερμανίας, μιας χώρας με σχεδόν πλήρη απασχόληση, είναι κοντά στο 0,3%.