Μόλις τα 3 από τα 100 ρυθμισμένα δάνεια διατηρούνται σε εξυπηρέτηση και αυτός είναι ένας μόνο από τους δείκτες που καταδεικνύει ότι η διαχείριση των NPLs θα είναι για τις ελληνικές τράπεζες «μάχη» αιματηρή και μακροχρόνια, αλλά με ανάγκη να υπάρξουν μικρές και καίριες νίκες άμεσα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Μόλις τα 3 από τα 100 ρυθμισμένα δάνεια διατηρούνται σε εξυπηρέτηση και αυτός είναι ένας μόνο από τους δείκτες που καταδεικνύει ότι η διαχείριση των NPLs θα είναι για τις ελληνικές τράπεζες «μάχη» αιματηρή και μακροχρόνια, αλλά με ανάγκη να υπάρξουν μικρές και καίριες νίκες άμεσα.
To 2017, υπό την πίεση και του SSM, οι τράπεζες θα πατήσουν γκάζι με έναν συνδυασμό μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων, πωλήσεων και σε μεγάλο βαθμό διαγραφών, ώστε στο επόμενο έτος να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) κατά 7,6 δισ. ευρώ.
Η μάχη των ρυθμίσεων είναι ίσως η πιο σημαντική και ο δείκτης εξυγίανσης, o λεγόμενος cure rate, είναι χαρακτηριστική ένδειξη των ισχνών επιδόσεων, αφού διαμορφώνεται στο 2,6%. Πρόκειται για το ποσοστό των δανείων που αναταξινομήθηκαν από μη εξυπηρετούμενα σε εξυπηρετούμενα προς το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Το θετικό στοιχείο είναι ότι στο εξάμηνο βρέθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από τον δείκτη αθέτησης, τον default rate, που διαμορφώθηκε στο 2,4% από 3,5% στο τέλος του 2015.
Ο σχεδιασμός των τραπεζών περιλαμβάνει πιο έξυπνα και ευέλικτα προϊόντα ώστε τα δάνεια που ρυθμίζονται να παραμένουν σε εξυπηρέτηση. Ήδη, στο πρώτο εξάμηνο ο κλάδος προχώρησε σε ρύθμιση 100 χιλιάδων προβληματικών δανείων και μάλιστα, οι μακροπρόθεσμου ορίζοντα λύσεις, δηλαδή με ορίζοντα άνω των δύο ετών, φθάνουν το 40,2% του συνόλου, έχοντας καταγράψει αύξηση κατά 7%. Στο 6,3% παραμένει το ποσοστό των λύσεων οριστικής διευθέτησης. Επίσης σταθερό, στο 70%, παρέμεινε το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (forborne exposures), αλλά παραμένουν στην περίμετρο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Οι μακροπρόθεσμες λύσεις περιορίζουν την πιθανότητα να «κοκκινίσει» εκ νέου ένα δάνειο που ρυθμίστηκε και στοχεύουν στη μείωση της τοκοχρεολυτικής δόσης ή/και της δανειακής επιβάρυνσης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν συντηρητικές παραδοχές για τη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.
Οι ρυθμίσεις αυτής της κατηγορίας μπορεί να περιλαμβάνουν μείωση του επιτοκίου, επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, διαχωρισμό οφειλής σε τμήμα του δανείου το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει και σε τμήμα το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, μερική διαγραφή οφειλής, λειτουργική αναδιάρθρωση μιας επιχείρησης, αν πρόκειται για επιχειρηματικό δάνειο.
Ειδικά η λύση της «split and freeze» αντιμετώπισης αναμένεται να χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό για δάνεια που έχουν κάλυψη κάτω από 100% και τα οποία μπορούν να διαχωριστούν στο κομμάτι για το οποίο υπάρχει πλήρης πρόβλεψη και άρα μπορεί να γίνει διαγραφή και σε εκείνο που έχει μικρότερη πρόβλεψη και που μπορεί να γυρίσει σε εξυπηρετούμενο και σε βάθος χρόνου, να απαιτεί μικρότερη πρόβλεψη.
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες βάζουν σε ιδιότυπη «καραντίνα» για μια ολόκληρη τριετία τους δανειολήπτες που ρυθμίζουν τα δάνειά τους και σε αυτό το διάστημα όποιος υποπέσει έστω και για μία δόση σε καθυστέρηση θεωρείται εκ νέου «κόκκινος». Σύμφωνα με τους κανόνες που καλούνται να τηρήσουν οι τράπεζες, κάθε προβληματικό δάνειο μπαίνει σε στενή παρακολούθηση για τρία έτη μετά τη ρύθμισή του και αν σε αυτό το διάστημα παραλειφθεί ακόμη και μία δόση χαρακτηρίζεται εκ νέου μη εξυπηρετούμενο.
Ένα ενήμερο δάνειο που συμπληρώνει τρεις μήνες σε καθυστέρηση, περιλαμβάνεται αυτομάτως στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) και στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs). Όταν γίνει η ρύθμιση, βγαίνει από τα NPLs, αλλά παραμένει στα NPEs μέχρι να συμπληρωθούν 12 μήνες κανονικής εξόφλησης των δόσεων.
Και στη συνέχεια όμως και για δύο ακόμη χρόνια τα ρυθμισμένα δάνεια που έχουν μείνει στο «πράσινο» για ένα έτος μεταφέρονται στην κατηγορία των performing forborne loans, δηλαδή ενήμερων αλλά ρυθμισμένων. Η παραμονή τους εκεί για δύο έτη τα φέρνει εκ νέου σε κανονικότητα, εάν σε αυτό το διάστημα συνολικά της τριετίας δεν έχει χαθεί ούτε μία πληρωμή.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο λόγος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς τις συνολικές χορηγήσεις διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στο 45,2%, οριακά αυξημένος σε σχέση με το 45,1% του Ιουνίου, ενώ για πρώτη φορά τα NPEs από τις αρχές της κρίσης μειώθηκαν σε απόλυτα νούμερα.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες (67,2%), στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (59,9%) και στα καταναλωτικά δάνεια (55,3%). Χαμηλότερο ποσοστό καταγράφεται στα στεγαστικά δάνεια (41,8%) και στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (29,1%). Συνολικά στα δάνεια προς επιχειρήσεις το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώνεται σε 44,7%.
Χειρότερη επίδοση εμφάνισαν οι επιχειρήσεις εστίασης (79,5%), κλωστοϋφαντουργίας (75,9%) και χάρτου/ξύλου (71,7%). Σχετικά υψηλά ποσοστά εμφανίζουν οι επιχειρήσεις κατασκευών (54%) και εμπορίου (48,8%), που αντιπροσωπεύουν και μεγάλο μερίδιο στο σύνολο των επιχειρηματικών δανείων. Το χαμηλότερο ποσοστό παρατηρείται στις επιχειρήσεις ενέργειας/πετρελαιοειδών (4,5%).
Όσον αφορά τη διάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, μικρή αύξηση εμφάνισαν τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay), τα οποία αποτελούν περίπου το 27,5% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Δυσκολότερα ως προς τη διαχείριση είναι τα δάνεια των οποίων οι δανειακές συμβάσεις έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, τα οποία παραμένουν στο 44% περίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, όπως επισημαίνει η ΤτΕ.
Στο τέλος Ιουνίου ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε σε 32,7%, οριακά χαμηλότερος από ό,τι στο πρώτο τρίμηνο.
Όσον αφορά τις επιμέρους κατηγορίες δανείων, μικρή βελτίωση παρατηρήθηκε στην καταναλωτική πίστη καθώς το ποσοστό των NPLs υποχώρησε στο 45,5% από 46,4% τον Δεκέμβριο του 2015 και οριακή αύξηση στα στεγαστικά στο 30,8% από 30,6% τον Δεκέμβριο του 2015 και στα επιχειρηματικά δάνεια που διαμορφώθηκαν τον Ιούνιο στο 31,1% από 31% στο τέλος του 2015.