Στην ανάγκη ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, μέσω της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, στέκεται η Eurobank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Eurobank «7 ημέρες οικονομία». Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας η παραγωγικότητα της εργασίας παρουσίασε ανάκαμψη το τρίτο τρίμηνο του 2016, ωστόσο, όπως διευκρινίζει η τράπεζα, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα – σε καθαρά λογιστικούς όρους – ήταν αναμενόμενο, καθώς η ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ ήταν ελαφρώς υψηλότερη από την αντίστοιχη της απασχόλησης.
Στην ανάγκη ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, μέσω της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, στέκεται η Eurobank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Eurobank «7 ημέρες οικονομία».
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας η παραγωγικότητα της εργασίας παρουσίασε ανάκαμψη το τρίτο τρίμηνο του 2016, ωστόσο, όπως διευκρινίζει η τράπεζα, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα – σε καθαρά λογιστικούς όρους – ήταν αναμενόμενο, καθώς η ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ ήταν ελαφρώς υψηλότερη από την αντίστοιχη της απασχόλησης.
Όπως αναφέρεται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Eurobank, η ετήσια μεταβολή της αξίας του πραγματικού προϊόντος ανά απασχολούμενο διαμορφώθηκε στο +0,2% από -1,8% το 2ο τρίμηνο 2016. Το αντίστοιχο μέγεθος σε όρους αξίας πραγματικού προϊόντος ανά ώρα εργασίας ήταν +2,1% από -2,3% το προηγούμενο τρίμηνο. Βάσει αυτών των μεγεθών, οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο σημείωσαν ετήσια μείωση -1,8% από οριακή αύξηση +0,6% το 2ο τρίμηνο 2016.
Οι αναλυτές της τράπεζας επισημαίνουν ότι η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα θα πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στόχο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Όπως σημειώνουν, σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο 2007 (σε όρους κινητού μέσου 4 τριμήνων), η αξία του πραγματικού προϊόντος ανά απασχολούμενο και ανά ώρα εργασίας παρουσιάζει μείωση της τάξης του -13,4% και -10,2% αντίστοιχα.
Συνεπώς, όπως εξηγεί η τράπεζα, υπό το πρίσμα της προσφοράς, η συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας (όπως αποτυπώνεται στο πραγματικό ΑΕΠ) κατά -26,2% τα τελευταία εννέα χρόνια (2007-2016) προέρχεται τόσο από τη μείωση της απασχόλησης όσο και από την πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που η παραγωγικότητα της εργασίας δεν ακολουθήσει ένα μονοπάτι πολυετούς ανάκαμψης τότε, ακόμα και σε ένα αισιόδοξο σενάριο επιστροφής της απασχόλησης στα επίπεδα του 2007, ήτοι περίπου 4.6 χιλ άτομα (3.7 χιλ σήμερα), οι παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας θα βρίσκονται σχεδόν στο μισό από το αντίστοιχο μέγεθος το 2007.
Η Eurobank παρατηρεί ότι η παρατεταμένη συρρίκνωση της παραγωγικότητας της εργασίας πιθανώς αποδεικνύει ότι οι ερμηνευτικοί παράγοντες αυτού του φαινομένου δεν δύναται να αναζητηθούν σε εκείνους που εξηγούν τις αντίστοιχες βραχυχρόνιες μεταβολές που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια ενός «συνηθισμένου» οικονομικού κύκλου (π.χ. βαθμός εκμετάλλευσης των παραγωγικών συντελεστών).
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το πρόβλημα της αναποτελεσματικής χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας έχει περισσότερο δομικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, όπως εξηγούν, η μείωση και η απαξίωση του φυσικού κεφαλαίου που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια λόγω της μεγάλης πτώσης των επενδυτικών δαπανών αποτελεί έναν ερμηνευτικό παράγοντα της μείωσης της παραγωγικότητας της εργασίας. Εξίσου σημαντικό στοιχείο κατά την τράπεζα, είναι και ο βαθμός αποτελεσματικότητας στην εφαρμογή και την υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων (π.χ. ο βαθμός ποιότητας των θεσμών, η ύπαρξη κινήτρων για κατανάλωση του διαθέσιμου χρόνου των νοικοκυριών σε παραγωγικές ώρες απασχόλησης).