Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 16 Δεκεμβρίου 2016 08:12

Αυξάνει μερίδιο ο ελληνόκτητος στόλος

Ο αριθμός των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών συνεχίζει να μειώνεται, ωστόσο το μερίδιο του ελληνόκτητου στόλου στην παγκόσμια ναυτιλία συνεχίζεται να αυξάνεται. Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από την ετήσια έκθεση της Petrofin Research για το 2016.

Από την έντυπη έκδοση

Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]

Ο αριθμός των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών συνεχίζει να μειώνεται, ωστόσο το μερίδιο του ελληνόκτητου στόλου στην παγκόσμια ναυτιλία συνεχίζεται να αυξάνεται. Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από την ετήσια έκθεση της Petrofin Research για το 2016.

Σύμφωνα με την έκθεση, ο αριθμός των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών μειώθηκε το 2016 κατά 10 συνολικά (-1,5%) και έφθασε στις 638 έναντι 648 εταιρειών το 2015. Αναλογικά πάντως με τη σφοδρότητα της κρίσης που πλήττει την παγκόσμια ναυτιλία, η μείωση αυτή είναι σχετικά μέτρια εκτιμά η Petrofin.

Ο αριθμός των εν ενεργεία ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών είναι ο χαμηλότερος από το 1998 που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά έκθεση η Petrofin. Η μείωση του αριθμού είναι έως έναν βαθμό απόρροια της κρίσης, αλλά αντανακλά και μια τάση συγκέντρωσης που παρατηρείται στην ελληνόκτητη ναυτιλία. Ας σημειωθεί ότι το 1998 ο αριθμός των ναυτιλιακών εταιρειών ήταν 926, ο οποίος όμως μειώθηκε σταδιακά μέχρι τα 690 το 2005, για να παρατηρηθεί στη συνέχεια ανοδική τάση λόγω και της μεγάλης κούρσας που εμφάνισαν οι ναύλοι, καθιστώντας τη ναυτιλία τον πιο ελκυστικό επιχειρηματικό κλάδο την περίοδο 2004-2008. Έτσι ο αριθμός των ναυτιλιακών εταιρειών αυξήθηκε σταδιακά για να φθάσει στις 773 το 2009! Στη συνέχεια ήρθε η πτώση μαζί με την κατακρήμνιση της ναυλαγοράς, με αποτέλεσμα το 2016 να φθάσουν στις 638. Κατά τα τελευταία 19 χρόνια, ο συνολικός αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων έχει μειωθεί περισσότερο από 31%.

Συνεχής ανάπτυξη

Πάντως, τα τελευταία τρία χρόνια, παρά την κρίση και τη μείωση του αριθμού των εταιρειών, ο ελληνόκτητος στόλος αυξάνεται, όπως και το μερίδιό του ως τμήμα του παγκοσμίου στόλου, όπως δείχνει σχετικός πίνακας που περιλαμβάνεται για πρώτη φορά στη φετινή έκθεση της η Petrofin και αποδεικνύει την ικανότητα της ελληνικής ναυτιλίας να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να επενδύει σε νεότερους στόλους, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς αγορές και την έλλειψη τραπεζικών χρηματοδοτήσεων.

Έτσι, σύμφωνα με τον πίνακα αυτό, οι Έλληνες πλοιοκτήτες αύξησαν το μερίδιό τους στον παγκόσμιο στόλο από 15,41% το 2014, στο 16,05% το 2015 και στο 16,36% το 2016, επιτυγχάνοντας μία μέση ετήσια αύξηση κατά 3,05% Την ίδια περίοδο οι τρεις μεγαλύτερες ναυτιλιακές δυνάμεις μετά τη χώρα μας, η Ιαπωνία, η Κίνα και η Γερμανία, μείωσαν τα μερίδια τους κατά 2,57%, 3,24% και 6,19% αντιστοίχως.

Βελτίωση εικόνας

Ορισμένα ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση της Petrofin περιγράφουν τη συνεχή βελτίωση της εικόνας του ελληνόκτητου στόλου. Οι εταιρείες με στόλο από 25 πλοία και πάνω ελέγχουν το 65,38% του συνολικού στόλου με όρους dwt, με τον αριθμό των εταιρειών να έχει αυξηθεί από 41 το 2015 σε 46 το 2016. Επίσης, οι πλοιοκτήτες με στόλο άνω του ενός εκατ. dwt αποτελούν πλέον το 77,47% του συνολικού στόλου από 76,7% το προηγούμενο έτος, 74% το 2014 και 71,33% το 2013. Ο αριθμός όμως των εταιρειών παρέμεινε σταθερός στις 68.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τα νεότερης ηλικίας πλοία (0-9 έτη) συνεχίζουν να αυξάνουν το μερίδιο τους στον ελληνόκτητο στόλο. Σήμερα αποτελούν το 73,56% του συνόλου με βάση υπολογισμού τα dwt, σε σύγκριση με το 73,47% το 2015. Αυτό δείχνει τη δέσμευση των Ελλήνων πλοιοκτητών σε επενδύσεις για νεότερα πλοία.

Η Petrofin επισημαίνει ακόμη ότι παρατηρείται αύξηση του αριθμού των εταιρειών που έχουν στον στόλο τους από 1-2 πλοία και αποτελούν το 2016 το 41,54% του συνόλου των εταιρειών έναντι 40.43% το 2015.

Η συνολική ηλικία του στόλου μειώνεται συνεχώς και σήμερα ανέρχεται σε 12,19 χρόνια. Ο συνολικός αριθμός των ελληνόκτητων πλοίων αυξήθηκε το 2016 στα 5.230 από 4.909 έναν χρόνο πριν και είναι συνολικής μεταφορικής ικανότητας 361.934.047 dwt, σημειώνοντας άνοδο κατά 10,26% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.