Σε γραμμή «ανοικτής ρήξης» με το ΔΝΤ κινείται η κυβέρνηση, απαντώντας στο ανώτατο επίπεδο, αυτό του πρωθυπουργού, στο άρθρο που δημοσίευσαν οι κ.κ. Όμπστφελντ και Τόμσεν, τις εκτιμήσεις των οποίων ο κυβερνητικός εκπρόσωπος χαρακτήρισε ως «λανθασμένες» και τις πληροφορίες τους ως «ψευδείς».
Από την έντυπη έκδοση
Σε γραμμή «ανοικτής ρήξης» με το ΔΝΤ κινείται η κυβέρνηση, απαντώντας στο ανώτατο επίπεδο, αυτό του πρωθυπουργού, στο άρθρο που δημοσίευσαν οι κ.κ. Όμπστφελντ και Τόμσεν, τις εκτιμήσεις των οποίων ο κυβερνητικός εκπρόσωπος χαρακτήρισε ως «λανθασμένες» και τις πληροφορίες τους ως «ψευδείς».
Από τη Νίσυρο, την οποία επισκέφθηκε χθες, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας υπεραμύνθηκε των αποφάσεών του για την εφάπαξ ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων και την αναστολή της αύξησης των συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και τόνισε: «Ακούω τώρα τελευταία διάφορους τεχνοκράτες, ανόητους θα έλεγα -τους έχουμε υποτίθεται για να μας λένε σωστά τους αριθμούς, ούτε αυτούς δεν μας λένε σωστά. Έχουν παραδεχτεί αρκετές φορές ότι έχουν κάνει λάθος τους αριθμούς, αλλά μας λένε τώρα ξανά ότι το λάθος είναι το σωστό... Και μας λέγανε από το 2010 ότι με αυτό το πρόγραμμα θα βγούμε από την κρίση. Απέτυχε αυτό και το επόμενο του 2012, έκαναν υπεραισιόδοξες προβλέψεις επιβάλλοντας μέτρα σκληρής λιτότητας, και τώρα που έχουμε ένα πρόγραμμα με ήπια προσαρμογή κάνουν προβλέψεις ύφεσης, ενώ έχουμε γυρίσει στην ανάπτυξη, και προβλέψεις ελλείμματος για το 2015 και 2016, ενώ έχουμε ξεπεράσει τις προβλέψεις και έχουμε υπεραπόδοση στόχων».
Συνεχίζοντας σε υψηλούς τόνους, ο κ. Τσίπρας συμπλήρωσε: «Θέλω, λοιπόν, να απαντήσω σε όλους αυτούς ότι η Ελλάδα βεβαίως και είναι μια χώρα της Ε.Ε., βεβαίως και θα φροντίσει να τηρήσει όλες τις δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτό, αλλά δεν πρόκειται να υποστείλει τη σημαία της υποστήριξης της κοινωνικής της συνοχής... Θα τηρήσουμε το πρόγραμμα μέχρι κεραίας, αλλά οποιαδήποτε υπέρβαση σε στόχους και έσοδα υπάρχει μέσα από την τήρηση του προγράμματος δεν θα ρωτήσουμε κανέναν για να δώσουμε αυτά τα χρήματα σε αυτούς που το έχουν ανάγκη περισσότερο». Στην Αθήνα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επέμεινε ότι η κυβέρνηση δεν θα αποδεχθεί τη νομοθέτηση μέτρων μετά το πέρας του προγράμματος, σημείωσε ότι επιδιώκει να παραμείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, «αλλά χωρίς νέα μέτρα».
Ο κ. Τζανακόπουλος, σχολιάζοντας το άρθρο των κ.κ. Τόμσεν και Όμπστφελντ, παρατήρησε ότι ενώ υποστηρίζουν πως το Ταμείο δεν επιθυμεί περαιτέρω λιτότητα και υπερασπίζεται πλεονάσματα 1,5% για μετά τη λήξη του προγράμματος, την ίδια στιγμή αυτοαναιρούνται καθώς «αναφέρουν ότι θα αποδεχτούν τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων για 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά και ότι θα απαιτήσουν νέα μέτρα λιτότητας, καθώς εκτιμούν ότι οι προβλέψεις πάνω στις οποίες βασίζεται το πρόγραμμα είναι υπεραισιόδοξες. Οι εκτιμήσεις τους όμως είναι λανθασμένες, ενώ οι πληροφορίες που αναφέρουν είναι ψευδείς».
Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρθηκε κι υπενθύμισε τις παλαιότερες προβλέψεις του ΔΝΤ, από το 2010 και μετά, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν από την πραγματικότητα, σημείωσε πως «τα δεδομένα όμως που επικαλείται το άρθρο για την ελληνική οικονομία είναι ψευδή και συγκεκριμένα ούτε το 50% των νοικοκυριών εξαιρείται από τη φορολογία, ούτε οι καταβαλλόμενες συντάξεις έχουν ύψος αντίστοιχο με αυτές που καταβάλλονται από ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες. Οι δαπάνες της Ελλάδας για συντάξεις και άλλα επιδόματα βρίσκονται στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε. και στο 52% της Γερμανίας και την ίδια στιγμή το 45% των συνταξιούχων λαμβάνει σύνταξη κάτω από 665 ευρώ, που αποτελεί το όριο της φτώχειας, ενώ πάνω από 4 εκατομμύρια Έλληνες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού».
«Το ΔΝΤ, λοιπόν, οφείλει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και απέναντι στη διεθνή κοινότητα επιμένοντας στην ανάγκη για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 1,5% για μετά τη λήξη του προγράμματος και βελτιώνοντας την τεχνοκρατική του επάρκεια σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις του» κατέληξε ο κ. Τζανακόπουλος.
Ευθεία απάντηση Τσακαλώτου στο άρθρο Τόμσεν
Στο άρθρο των Τόμσεν και Όμπστφελντ απάντησε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, με δηλώσεις του στη βρετανική εφημερίδα Gaurdian, καταλογίζοντας στο ΔΝΤ ότι «έχει κάνει πολύ λίγα» για να ελαφρύνει την πίεση που ασκούν στην κυβέρνηση εταίροι της Ευρωζώνης για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. «Αντί να έχει το θάρρος των παραδοχών του και να μας βοηθήσει να μειώσουμε το μέγεθος ή και το χρονικό διάστημα των πλεονασμάτων, μετατοπίζει σε εμάς την πίεση για νέα μέτρα λιτότητας από το 2019 και μετέπειτα» τόνισε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Τσακαλώτο, ορισμένα κράτη - μέλη υποστηρίζουν πως ο στόχος του 3,5% θα πρέπει να διατηρηθεί για 10 χρόνια. Άλλες χώρες, ωστόσο, κινούνται προς έναν συμβιβασμό, προτείνοντας τη μείωση του επίμαχου χρονικού διαστήματος σε πέντε χρόνια.
«Η θέση της Ελλάδας είναι ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο θα λειτουργήσουν και προτείναμε τη μείωση του στόχου στο 2,5%» σημείωσε, διευκρινίζοντας ότι η μείωση της μίας ποσοστιαίας μονάδας θα κατευθυνθεί εξ ολοκλήρου στην αποκλιμάκωση της φορολογίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης. Η απάντηση του ΔΝΤ στην ελληνική πρόταση, σύμφωνα με τον κ. Τσακαλώτο, ήταν η εξής: «Δεν μας νοιάζει εάν θα είναι τρία, πέντε ή δέκα χρόνια υψηλών πλεονασμάτων. Εμείς θέλουμε να δούμε περισσότερα μέτρα για να βγουν τα νούμερα, αφού δεν νομίζουμε πως το 3,5% είναι εφικτό χωρίς τέτοια μέτρα».
Ο υπουργός κλήθηκε επίσης να σχολιάσει τη θέση των δύο αξιωματούχων του Ταμείου πως «η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας τη χρηματοδότηση για υποδομές και για στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα, ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος και καταβάλλει δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών». Όπως είπε, οι δαπάνες της κυβέρνησης, τόσο για τις συντάξεις όσο και για άλλα επιδόματα είναι περίπου στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε. και στο 52% εκείνου της Γερμανίας. «Όταν περίπου το 45% των συνταξιούχων έχει μηνιαίες αποδοχές κάτω από το όριο της φτώχειας των 665 ευρώ, και σχεδόν 4 εκατ. άνθρωποι -δηλαδή περισσότερο από το 1/3 του πληθυσμού- έχουν χαρακτηριστεί ότι κινδυνεύουν από τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό, είναι δυνατόν το κύριο πρόβλημα στην Ελλάδα να είναι ότι οι συντάξεις και το αφορολόγητο όριο είναι πολύ γενναιόδωρα;» διερωτήθηκε.
Συμπλήρωσε δε ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο περισσότεροι άνθρωποι απαλλάσσονται από την καταβολή φόρου εισοδήματος είναι ότι λιγότεροι άνθρωποι έχουν αξιοπρεπή εισοδήματα. «Έτσι, το ΔΝΤ, το οποίο υποτίθεται ότι επανεξετάζει τη σχέση μεταξύ της ανάπτυξης και της ανισότητας -και δικαίως τονίζει τη σημασία της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς- φαίνεται να αγνοεί ότι η περαιτέρω μείωση των συντάξεων και η αύξηση του αφορολόγητου ορίου δεν μπορεί παρά να αυξήσουν τόσο την ανισότητα όσο και τον κοινωνικό αποκλεισμό» σχολίασε, καταλήγοντας.
Συμφώνησαν πρόγραμμα εργασιών
Με τη χθεσινή πρώτη ημέρα συζητήσεων με τους επικεφαλής του κουαρτέτου να αναλώνεται στα δύο καυτά θέματα της διαπραγματευτικής επικαιρότητας -το άρθρο Τόμσεν από τη μία και το πακέτο παροχών προς τους συνταξιούχους από την άλλη-, οι διαβουλεύσεις με τους θεσμούς μπαίνουν πλέον στο κρίσιμο κομμάτι, με στόχο να κλείσουν όσο το δυνατόν περισσότερα μέτωπα πριν από τις εορτές των Χριστουγέννων.
Μετά την ολοκλήρωση των χθεσινών διαβουλεύσεων, αρμόδιες κυβερνητικές πηγές δεν έδωσαν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα όσον αφορά την ημερομηνία αποχώρησης των θεσμών από την Αθήνα. Περιορίστηκαν να τονίσουν ότι «συμφωνήθηκε ένα πρόγραμμα εργασιών, τόσο σε επίπεδο επικεφαλής αλλά και σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων με στόχο να κλείσουν αρκετές από τις εκκρεμότητες που παραμένουν και να ολοκληρωθεί το SLA».
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε την ευκαιρία να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της ελληνικής κυβέρνησης για το άρθρο Τόμσεν στο blog του ΔΝΤ, μεταφέροντας στην Ντέλια Βελκουλέσκου ότι δεν βοηθούν τέτοιες ενέργειες εν μέσω διαπραγμάτευσης. Επί της ατζέντας της β’ αξιολόγησης η συζήτηση, τόσο για το δημοσιονομικό του 2018 όσο και για τα εργασιακά, συνεχίζεται σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων σε μια προσπάθεια να εξευρεθεί λύση, κατά το δυνατόν πριν από τη διακοπή των διαπραγματεύσεων για τις εορτές των Χριστουγέννων.