Αποφασίσθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το καθεστώς που θα ισχύει από το 2002 όσον αφορά την κατανομή του νομισματικού εισοδήματος μεταξύ των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών (Εθν.Κ.Τ.) της ευρωζώνης.
Ως νομισματικό εισόδημα ορίζονται τα έσοδα που αποφέρει η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής στον κατέχοντα το προνόμιο της έκδοσης τραπεζογραμματίων, δηλαδή τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες.
Σύμφωνα με το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το νομισματικό εισόδημα, το οποίο δημιουργείται στη ζώνη του ευρώ, συγκεντρώνεται και κατανέμεται στις Εθν.Κ.Τ. κατ' αναλογία με το καταβεβλημένο μερίδιο συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι σχετικές εισοδηματικές θέσεις των Εθν.Κ.Τ. δεν θα επηρεάζονται στο μέλλον από μεταβολές στην κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων.
Ειδικότερα, καθιερώθηκε μεταβατική περίοδος σταδιακής προσαρμογής από το 2002 μέχρι το τέλος του 2007, κατά τη διάρκεια της οποίας το νομισματικό εισόδημα θα προσαρμόζεται με βάση τη διαφορά μεταξύ της μέσης αξίας των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία κάθε Εθν.Κ.Τ. κατά την περίοδο Ιουλίου 1999–Ιουνίου 2001 και της μέσης αξίας των τραπεζογραμματίων που θα είχαν κατανεμηθεί με βάση το μερίδιο συμμετοχής κάθε Εθν.Κ.Τ. στο κεφάλαιο της Ε.Κ.Τ.
Η διαφορά αυτή θα μειώνεται σταδιακά και μετά τη λήξη της περιόδου το νομισματικό εισόδημα θα κατανέμεται κατά πλήρη αναλογία με το μερίδιο συμμετοχής στο κεφάλαιο της ΕΚΤ.
Η κατανομή του νομισματικού εισοδήματος εκτιμάται ότι θα έχει συνολικά μικρή ευνοϊκή επίδραση στα έσοδα της Τράπεζας της Ελλάδος, αφού το μερίδιο συμμετοχής της στο κεφάλαιο της ΕΚΤ είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από το μερίδιο συμμετοχής των τραπεζογραμματίων που έχει θέσει σε κυκλοφορία στο σύνολο των τραπεζογραμματίων του ευρωσυστήματος.