«Το τέλος της αρχής και όχι η αρχή του τέλους»: με αυτό τον τρόπο αναφέρεται στα βραχυχρόνια μέτρα βιωσιμότητας του χρέους ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς Ηλίας Λεκκός, στην πρώτη τεκμηριωμένη αποτίμηση της εικόνας που διαμορφώνεται μετά τις αποφάσεις του προχθεσινού Eurogroup.
«Το τέλος της αρχής και όχι η αρχή του τέλους»: με αυτό τον τρόπο αναφέρεται στα βραχυχρόνια μέτρα βιωσιμότητας του χρέους ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς Ηλίας Λεκκός, στην πρώτη τεκμηριωμένη αποτίμηση της εικόνας που διαμορφώνεται μετά τις αποφάσεις του προχθεσινού Eurogroup.
Όπως επισημαίνει στην ανάλυσή του ο κ. Λεκκός, το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους, ενώ έχει τεράστια σημασία για την πολιτική και επενδυτική ατζέντα, αποτελεί μέρος μιας διαπραγμάτευσης μεταξύ διαρροών και δηλώσεων, χωρίς διαφανή και δημόσιο τρόπο.
Μάλιστα, η συζήτηση για τη βιωσιμότητα, όπως οριοθετήθηκε από το αρχικό DSA του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), είναι ελλιπής και αποσπασματική, καθώς αποτελεί μόνο ένα τμήμα μιας ευρύτερης τετράπτυχης οντότητας που αποτελείται από: την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, τη βιωσιμότητα του χρέους, τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου, ή εξασφάλισης χρηματοδότησης της ανάπτυξης και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, εφόσον πρόκειται για εξωτερικό χρέος.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς και η ομάδα οικονομολόγων της τράπεζας αναλύουν τα σενάρια βιωσιμότητας που έχουν δημοσιοποιηθεί και τα οποία βασίζονται σε μια σύνθεση παραδοχών που έχουν καταγραφεί σε κείμενα είτε του ΔΝΤ είτε του ESM.
Πιο συγκεκριμένα ότι:
* Η ελληνική οικονομία βραχυπρόθεσμα θα αναπτύσσεται με ρυθμούς από 2,5% έως 3%, ενώ μακροπρόθεσμα κοντά στο 1,2%.
* Κατά συνέπεια το 2060 το ονομαστικό ΑΕΠ θα ανέρχεται στα 728 δισ. ευρώ, ενώ το πραγματικό σε 336 δισ. ευρώ.
* Τα πρωτογενή πλεονάσματα διατηρούνται στο 3,5% έως το 2029, ενώ στη συνέχεια μειώνονται σταδιακά στο 1,5%.
* Χωρίς παρεμβάσεις και με την υπόθεση ότι η Ελλάδα μπορεί και χρηματοδοτείται από τις αγορές με επιτόκιο 5% και από τον ESM με επιτόκιο 3,3%, το ελληνικό χρέος το 2060 θα ανέρχεται σε 165% του ΑΕΠ, δηλαδή σε 1,2 τρισ. ευρώ.
* Με βάση την υπόθεση ότι σταδιακά μέχρι το 2060 το τμήμα του χρέους που ωριμάζει θα χρηματοδοτείται με επιτόκια αγοράς, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται μεσοπρόθεσμα να ξεπεράσουν το 15% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων των εντόκων γραμματίων, και θα ανέλθουν σε επίπεδα πάνω από 20% μακροπρόθεσμα, φτάνοντας το 2060 κοντά στο 25%.
Στα τρία εναλλακτικά σενάρια που έχουν εκπονήσει ο Ηλίας Λεκκός και οι οικονομολόγοι της Τράπεζας Πειραιώς καταλήγουν στα εξής συμπεράσματα:
1. Εάν υπάρχει μια μικρή επιμήκυνση του χρέους κατά τέσσερα χρόνια, τότε το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί το 2060 σε 162,2%, δηλαδή με οριακή βελτίωση κατά 2,8% έναντι του βασικού σεναρίου.
2. Εάν ταυτόχρονα υπάρχει και μετατροπή χρέους ESM/EFSF ύψους 42 δισ. ευρώ σε σταθερού επιτοκίου, με υποθετικό επιτόκιο 1,25%, τότε το χρέος καταλήγει στο 151% του ΑΕΠ.
3. Εάν το χρέος που θα μετατραπεί σε σταθερού επιτοκίου ανέρχεται σε 120 δισ. ευρώ, με σταθερό επιτόκιο 1,25%, τότε το χρέος το 2060 περιορίζεται στο 132,6% του ΑΕΠ με βελτίωση κατά 32,4% έναντι του βασικού σεναρίου, δηλαδή στα 966 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα, στα τρία εναλλακτικά σενάρια οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξελίσσονται ως εξής:
1. Η επιμήκυνση του χρέους κατά τέσσερα χρόνια θα έχει περιορισμένη επίπτωση στον λόγο ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών / ΑΕΠ, φθάνοντας το 2060 το 24,4% του ΑΕΠ από 24,8% στο βασικό σενάριο.
2. Εάν ταυτόχρονα υπάρχει και μετατροπή χρέους ESM/EFSF ύψους 42 δισ. ευρώ σε σταθερού επιτοκίου, το σύνολο των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών ως ποσοστό του ΑΕΠ περιορίζεται σε σχέση με το βασικό σενάριο, όμως διατηρείται πάνω από το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα, φτάνοντας το 2060 το 22,8% του ΑΕΠ.
3. Εάν το χρέος που θα μετατραπεί σε σταθερού επιτοκίου ανέρχεται σε 120 δισ. ευρώ, τότε το σύνολο των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα διατηρείται κοντά στο 15% του ΑΕΠ και παραμένει κάτω από 20% μακροπρόθεσμα.