Σκληρά μέτρα εις βάρος εκατομμυρίων φορολογουμένων, με «αντάλλαγμα» την ενίσχυση άλλων κοινωνικών ομάδων που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα, ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση διεθνείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Σκληρά μέτρα εις βάρος εκατομμυρίων φορολογουμένων, με «αντάλλαγμα» την ενίσχυση άλλων κοινωνικών ομάδων που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα, ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση διεθνείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Με εκθέσεις τους έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ της μείωσης του αφορολόγητου, της κατάργησης των πολυτεκνικών επιδομάτων, αλλά και της περικοπής των υφιστάμενων συντάξεων θεωρώντας ότι με αυτά τα μέτρα θα ενισχυθούν περισσότερο οι φτωχότερες οικογένειες με παιδιά, θα περιοριστεί το πρόβλημα της «παιδικής φτώχειας» που λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις στην Ελλάδα, αλλά και θα αποκατασταθεί η άνιση μεταχείριση μεταξύ των γενεών.
Αρμόδια κυβερνητική πηγή μιλάει για αντιφατική στάση των θεσμών και ιδιαίτερα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο πότε παρουσιάζει μέτρα όπως η μείωση του αφορολόγητου ορίου ή η περικοπή των υφιστάμενων συντάξεων -ως μεταρρυθμίσεις- και πότε πιέζει ώστε οι παρεμβάσεις να γίνουν στον βωμό της παραγωγής υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Όσο για την ελληνική κυβέρνηση, αναγνωρίζει την ανάγκη να υπάρξει αναδιανομή εισοδημάτων, δεδομένου ότι κοινωνικά προβλήματα όπως η έξαρση της παιδικής φτώχειας λαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Απλώς, σύμφωνα με αρμόδιο κυβερνητικό παράγοντα, δεν θα μπορούσε να ανοίξει τώρα μια τέτοια συζήτηση καθώς πρέπει να προηγηθούν ένα δύο χρόνια ανάπτυξης ώστε να βελτιωθεί γενικότερα το εισοδηματικό επίπεδο.
Δύο είναι τα βασικά ζητήματα που εντοπίζουν οι ξένοι θεσμοί και ζητούν πρόσθετα μέτρα με τη μορφή «μεταρρυθμίσεων»: Η άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών και η διάκριση μεταξύ γενεών.
Οι προτάσεις
Υπό αυτά τα δεδομένα, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα έχουν καταθέσει τις ακόλουθες προτάσεις οι οποίες παραμένουν στο τραπέζι των συζητήσεων ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης και την επίτευξη συμφωνίας με στόχο τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.
* Η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνει να καταργηθεί το πολυτεκνικό επίδομα των 500 ευρώ ανά παιδί που εισπράττουν τρίτεκνοι και πολύτεκνοι, αλλά και να καταργηθεί το επίδομα τέκνων για όσους δηλώνουν ετήσιο εισόδημα από 12.000 έως 18.000 ευρώ. Με τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν, ζητεί να αυξηθεί το επίδομα τέκνων για τους υπόλοιπους δικαιούχους, δηλαδή όσους δηλώνουν εισοδήματα έως 12.000 ευρώ. Η έκθεση περιγράφει και εναλλακτικά σενάρια που προβλέπουν την αύξηση του επιδόματος ανά παιδί, από τα 40 ευρώ που βρίσκεται σήμερα, ακόμη και στα 60 ή 70 ευρώ.
* Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητεί επιτακτικά τη μείωση του αφορολόγητου ορίου προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών συνολικά. Θεωρείται ότι με τη μείωση του αφορολόγητου στα επίπεδα των 5.000-6.000 ευρώ θα διευρυνθεί η φορολογική βάση και θα ανακατανεμηθούν τα φορολογικά βάρη ώστε να αυξηθεί η εισπραξιμότητα των φόρων και να μειωθεί το κόστος εργασίας.
* Παγκόσμια Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμφωνούν στο να ψαλιδιστούν φορολογικές εκπτώσεις και απαλλαγές προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
* Πρόταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι να περιοριστούν οι υφιστάμενες συντάξεις. Ουσιαστικά ζητεί να καταργηθεί η λεγόμενη «προσωπική διαφορά». Για όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί πριν από τον Μάιο του 2016, οι υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας θα προχωρήσουν σε εκ νέου υπολογισμό της σύνταξης βάσει του νέου ασφαλιστικού νόμου που ψηφίστηκε την άνοιξη του 2016. Προφανώς, από τον επαναϋπολογισμό θα προκύψει ότι οι καταβαλλόμενες συντάξεις είναι υψηλότερες από αυτές που προκύπτουν βάσει της νέας μεθόδου. Αυτή η διαφορά είναι η λεγόμενη προσωπική και βάσει του υφιστάμενου νόμου θα εξακολουθήσει να καταβάλλεται. Το μόνο «μείον» για τους υφιστάμενους συνταξιούχους είναι ότι δεν θα λαμβάνουν αυξήσεις μέχρι να εξισωθεί η σύνταξη των παλαιών με την αντίστοιχη των νέων (δηλαδή, αυτών που θα συνταξιοδοτηθούν μετά τον Μάιο του 2016). Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η καταβολή της «προσωπικής διαφοράς» (συνολικά υπολογίζεται σε ένα ποσό που φτάνει και στα 3 δισ. ευρώ) αδικεί τη σημερινή γενιά των εργαζομένων, οι οποίοι και υψηλούς φόρους πληρώνουν και μικρότερες συντάξεις θα πάρουν. Ζητεί επομένως τον περιορισμό ή την εξάλειψή της, προκειμένου να βρεθούν πόροι για τη χρηματοδότηση άλλων κοινωνικών παροχών, κυρίως για την ενίσχυση των ανέργων.
Η άνιση κατανομή της φορολογίας
Με το αφορολόγητο στα επίπεδα των 8.800 ευρώ που βρίσκεται σήμερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι εξαιρείται από κάθε φορολογική επιβάρυνση (ουσιαστικά από την άμεση φορολογία, καθώς η έμμεση δρα οριζόντια) το 50% των φορολογουμένων. Αυτή η «γενναιόδωρη», όπως τη χαρακτηρίζει το ΔΝΤ, πολιτική έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλονται στην Ελλάδα εξαιρετικά υψηλοί φορολογικοί συντελεστές που βαρύνουν την εργασία. Στους συντελεστές οι θεσμοί συνυπολογίζουν και τις εργοδοτικές εισφορές καθώς, για να μετρήσουν τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα, υπολογίζουν το «κόστος εργασίας», δηλαδή το ποσό που καλείται να καταβάλλει συνολικά ένας εργοδότης (σε μισθό, παρακρατούμενους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές) για κάθε θέση εργασίας.
Η φτώχεια ανά ηλικία
Η πολυετής ύφεση στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα να συρρικνωθούν συνολικά τα εισοδήματα και μαζί με αυτά να συμπιεστεί και το όριο της σχετικής φτώχειας. Έτσι, το 2004 φτωχός θεωρούνταν όποιος είχε ετήσιες αποδοχές κάτω από 5.300 ευρώ. Με την αύξηση των εισοδημάτων που καταγράφηκε μέχρι και το 2010, το όριο αυτό αυξήθηκε στα 7.178 ευρώ. Έκτοτε, όμως, άρχισε η αντίστροφη πορεία με αποτέλεσμα το όριο της σχετικής φτώχειας να υποχωρήσει το 2015 στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 15ετίας, δηλαδή στα 4.512 ευρώ.
Η μείωση των εισοδημάτων δεν ήταν ίδια (αναλογικά) για όλες τις ηλικιακές ομάδες. Έτσι, το 2004 το 20,7% των παιδιών ηλικίας κάτω των 17 ετών είχαν εισόδημα χαμηλότερο από το όριο της φτώχειας που τότε ήταν 5.300 ευρώ. Το 2010 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 23% (δηλαδή το 23% των νέων κάτω των 17 ετών είχε εισόδημα κάτω από 7.178 ευρώ). Όσο για το 2015, το ποσοστό της φτώχειας κινήθηκε αντιστρόφως ανάλογα από το όριο της φτώχειας. Ενώ το τελευταίο κατέρρευσε -όπως προαναφέρθηκε- στα 4.512 ευρώ, το ποσοστό της φτώχειας των νέων εκτινάχθηκε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τουλάχιστον 15 ετών, δηλαδή στο 26,6%.
Από την άλλη, στην ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών η φτώχεια ήταν 28,4% το 2004 (δηλαδή το 28,4% του πληθυσμού άνω των 65 ετών δήλωνε εισόδημα κάτω από 5.300 ευρώ), ενώ το 2010 το αντίστοιχο ποσοστό είχε υποχωρήσει στο 21,3% (παρά την αύξηση του ορίου της φτώχειας στα 7.178 ευρώ). Το 2015 το ποσοστό φτώχειας στους άνω των 65 είχε υποχωρήσει αισθητά στο 13,7%. Αυτό συνέβη διότι η μείωση των εισοδημάτων στους άνω των 65 ήταν -κατά μέσο όρο- μικρότερη από τη μέση μείωση των εισοδημάτων σε επίπεδο χώρας και ανεξαρτήτως ηλικίας.