Το 7% των ελληνικών επιχειρήσεων σχεδιάζει τη μεταφορά της έδρας του στο εξωτερικό, επισημαίνει έρευνα της ICAP, η οποία έγινε σε ένα δείγμα 450 εταιρειών με τζίρο άνω των 5 εκατ. ευρώ η καθεμία, ενώ το 25% έχει ήδη αναζητήσει χρηματοδότηση στο εξωτερικό.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Το 7% των ελληνικών επιχειρήσεων σχεδιάζει τη μεταφορά της έδρας του στο εξωτερικό, επισημαίνει έρευνα της ICAP, η οποία έγινε σε ένα δείγμα 450 εταιρειών με τζίρο άνω των 5 εκατ. ευρώ η καθεμία, ενώ το 25% έχει ήδη αναζητήσει χρηματοδότηση στο εξωτερικό. Στην ίδια έρευνα σημειώνεται ακόμη ότι, σε αντίθεση με πέρυσι, προτεραιότητα των εταιρειών αποτελεί πλέον η αύξηση του τζίρου, ενώ η ενίσχυση της ρευστότητας έχει περάσει σε δεύτερο επίπεδο.
Είναι δε ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί ότι η «διάθεση» για μεταφορά της έδρας δεν διαπιστώνεται μόνο σε μεγάλες εταιρείες, αλλά και σε πιο μικρές, καθώς το 73% του δείγματος έχει τζίρο μικρότερο των 50 εκατ. ευρώ. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι από τις 450 εταιρείες το 3% ήδη έχει μεταφέρει την έδρα του και φυσικά το ποσοστό 7% αφορά το σύνολο των εταιρειών που δεν έχουν μεταφέρει την έδρα τους.
Πιο συγκεκριμένα, τα παραπάνω στοιχεία περιέχονται στην έρευνα «Διαχείριση του Πιστωτικού Κινδύνου των Επιχειρήσεων της Ελληνικής Αγοράς», που παρουσιάστηκε από τον εκτελεστικό διευθυντή Πωλήσεων & Marketing της ICAP Group Σέρκο Κουγιουμτζιάν, που διεξήχθη από την ICAP Group για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, στο πλαίσιο του 9ου Συνεδρίου ΙCAP Credit Risk Management.
Πονοκέφαλος η έλλειψη ρευστότητας
Σύμφωνα με τον κ. Κουγιουμτζιάν, τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαίωσαν ότι, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η έλλειψη ρευστότητας συνεχίζει να αποτελεί ισχυρό πονοκέφαλο για τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους, είτε κρατώντας την παροχή πιστώσεών τους σε σταθερά επίπεδα είτε περιορίζοντάς τη, με σημαντικότερο κριτήριο τη φερεγγυότητα του πελάτη.
Επίσης, παρότι το ύψος των επισφαλών απαιτήσεων σε σχέση με τις πωλήσεις είναι μεγάλο, μικρό ποσοστό των εταιρειών προέβη σε ενέργειες για τη βελτίωση της εισπραξιμότητας των απαιτήσεών τους. Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα, οι ελληνικές επιχειρήσεις σε ποσοστό 43% θέτουν ως προτεραιότητα την ενίσχυση των πωλήσεών τους (πέρυσι 30%), ενώ το 28% έχει θέσει ως προτεραιότητα την αύξηση της ρευστότητάς του (πέρυσι 31%).
Επίσης το 14% έχει θέσει ως προτεραιότητα τη μείωση κόστους (πέρυσι 11%), ενώ η μείωση των επισφαλειών βρέθηκε στην τελευταία θέση με 11% (πέρυσι 23%). Το 4% δήλωσε κάποιο άλλο παράγοντα.
Ανησυχητικό σημάδι για την οικονομική δραστηριότητα είναι ότι μεγάλο μέρος του δείγματος, δηλ. το 44,4% των εταιρειών, έχει να αντιμετωπίσει επισφάλειες μεγαλύτερες του 1% επί των συνολικών του πωλήσεων (ποσοστό αμετάβλητο σε σχέση με πέρυσι), ενώ το 11,9% δηλώνει ότι οι επισφαλείς απαιτήσεις ξεπερνούν το 5% των συνολικών πωλήσεων.
Συνολικά, πάντως, πάνω από το 25% των εταιρειών έχουν να αντιμετωπίσουν επισφαλείς απαιτήσεις σε ποσοστό μεγαλύτερο του 2% του τζίρου τους, γεγονός το οποίο δεν είναι αμελητέο αν συνυπολογίσει κανείς τα ιδιαίτερα χαμηλά περιθώρια κέρδους.
Ταυτότητα έρευνας
Η παρούσα έρευνα διεξήχθη το διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2016 (7/9 έως 6/10/2016) σε 450 εταιρείες, εκ των οποίων το 44% είχε τζίρο μεταξύ 5-10 εκατ. ευρώ, το 29% μεταξύ 10 εκατ. ευρώ και 50 εκατ. ευρώ, το 17% από 50 εκατ. ευρώ έως 250 εκατ. ευρώ, ενώ το 10% άνω των 250 εκατ. ευρώ.
Επίσης το 45% απασχολεί μέχρι 49 άτομα, το 35% μεταξύ 50 και 249 άτομα και το 20% πάνω 250 άτομα.
Μεθοδολογία: Χρησιμοποιήθηκε δομημένο ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις: i) μιας μόνο απάντησης, ii) πολλαπλών απαντήσεων και iii) ιεράρχησης των απαντήσεων κατά σημαντικότητα με βάση συγκεκριμένη κλίμακα.
Σκοπός: Η διαμόρφωση της πιστωτικής πολιτικής των επιχειρήσεων σήμερα και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου.
Φερεγγυότητα του πελάτη
Σύμφωνα με την έρευνα, η φερεγγυότητα του πελάτη αποτελεί το πρωταρχικό κριτήριο παροχής πίστωσης για το 95% των εταιρειών. Σε δεύτερο επίπεδο τίθεται το ύψος των συναλλαγών και η πολυετής συνεργασία με τον πελάτη, με το 85% και το 82% των εταιρειών να θεωρούν αντίστοιχα σημαντικά τα δύο αυτά κριτήρια, ενώ ως 4ο σημαντικό κριτήριο θεωρούνται η φήμη και το κύρος του πελάτη, σύμφωνα με τις απαντήσεις του 75% των εταιρειών.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα είναι το ύψος των επισφαλών απαιτήσεων σε σχέση με τις πωλήσεις. Τρεις στις 4 εταιρείες (75,2%) παρέχουν πιστώσεις που δεν ξεπερνούν τις 90 ημέρες, ενώ το 37,2% των εταιρειών του δείγματος εισπράττει τις απαιτήσεις του έπειτα από 3 μήνες. Σημειώνεται ότι πέρυσι οι εταιρείες που δεν έδιναν πίστωση άνω των 90 ημερών αποτελούσαν το 64,7%.
Την ίδια στιγμή ο μέσος όρος είσπραξης απαιτήσεων για το 37% ξεπερνά τις 90 ημέρες, ενώ πέρυσι αντίστοιχα σε αυτή την κατηγορία βρίσκονταν περίπου οι μισές εταιρείες (48,1%).
Ως εργαλεία πιστωτικού ελέγχου που θεωρούνται σημαντικά για τη διαμόρφωση της πιστωτικής πολιτικής των εταιρειών είναι τα στοιχεία συναλλακτικής συμπεριφοράς και οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας (87% και 80% σε κλίμακα «πάρα πολύ» και «πολύ» σημαντικό).
Σχετικά με την πιστωτική πολιτική, η έρευνα σημειώνει ότι σε συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας δεν προκαλεί έκπληξη το ότι τα 2/3 των εταιρειών του δείγματος περιόρισαν τις πιστώσεις τους. Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι σε σχέση με πέρυσι το συγκεκριμένο ποσοστό εμφανίζεται μειωμένο κατά 9%, μείωση την οποία καρπώνεται η απάντηση.