Σε ακριβό «σπορ» αναδεικνύεται η έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας, καθώς οι διοικητικές αγκυλώσεις, τα υψηλά τέλη, η γραφειοκρατία, η διαφθορά και η γενικότερη εικόνα για το «επιχειρείν» υποβάλλουν τους επίδοξους επιχειρηματίες να καταβάλλουν διπλάσια ποσά για την εκκίνηση της δραστηριότητάς τους σε σχέση με τις χώρες καινοτομίας (αναπτυγμένες).
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Σε ακριβό «σπορ» αναδεικνύεται η έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας, καθώς οι διοικητικές αγκυλώσεις, τα υψηλά τέλη, η γραφειοκρατία, η διαφθορά και η γενικότερη εικόνα για το «επιχειρείν» υποβάλλουν τους επίδοξους επιχειρηματίες να καταβάλλουν διπλάσια ποσά για την εκκίνηση της δραστηριότητάς τους σε σχέση με τις χώρες καινοτομίας (αναπτυγμένες).
Αυτό είναι το συμπέρασμα της έκθεσης «Επιχειρηματικότητα 2015 - 2016: Κρίσιμη καμπή για την αναπτυξιακή δυναμική του επιχειρηματικού συστήματος» που εκπόνησε το ΙΟΒΕ στο πλαίσιο της παγκόσμιας έρευνάς του (Global Entrepreneurship Monitor). Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις το 14,2% του πληθυσμού (έναντι 20% το 2014) διαβλέπει να αναδεικνύονται επιχειρηματικές ευκαιρίες στη χώρα στο επόμενο εξάμηνο. Πρόκειται για μία από τις χαμηλότερες επιδόσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ενδεικτικό της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και της αυξημένης αβεβαιότητας που κυριάρχησε στη χώρα το 2015.
Με βάση την έρευνα του GEM, στην Ελλάδα κατά το 2015 τα μισά νέα εγχειρήματα που ξεκίνησαν απαιτούσαν ένα κεφάλαιο πάνω από 30.000 ευρώ, ποσό που είναι σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (16.400 ευρώ), αλλά υψηλότερο ακόμα και σε σύγκριση με τις χώρες υψηλού εισοδήματος (24.000 ευρώ). Μάλιστα, ακόμα και οι επιχειρηματίες ανάγκης χρειάζονται περισσότερους χρηματικούς πόρους για να ξεκινήσουν μια επιχείρηση σε σχέση με λοιπούς Ευρωπαίους επιχειρηματίες ανάγκης (25.500 ευρώ έναντι 21.000 ευρώ στις χώρες καινοτομίας). Συνεπώς, η έναρξη επιχείρησης στην Ελλάδα απαιτεί ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, ακόμα και αν το κίνητρο επιχειρηματικότητας είναι η ανάγκη. Μάλιστα, οι έντονα εξωστρεφείς νέες επιχειρήσεις απαιτούν αρκετά υψηλό αρχικό κεφάλαιο (περίπου 66.000 ευρώ), καθώς συνήθως συνδέονται με μεγάλη κεφαλαιουχική επένδυση, διπλάσια της υπόλοιπης Ευρώπης (32.000).
Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αξιοποιούνται διάφορες πηγές χρηματοδότησης. Ειδικά το 2015, λόγω πιθανόν και της ωρίμανσης αρκετών διαρθρωτικών πόρων τύπου ΕΣΠΑ, το 44% δηλώνει ότι αξιοποίησε κάποια δημόσια χρηματοδότηση-επιδότηση στο πλαίσιο κυβερνητικού προγράμματος, έναντι μόλις 24% στην Ευρώπη. Προφανώς ο ρόλος της οικογένειας είναι σημαντικός, καθώς το 35% αξιοποίησε την πηγή αυτή (έναντι 24% στις χώρες καινοτομίας).
Παρά την πολυσυλλεκτικότητα πηγών χρηματοδότησης, όμως, ο νέος επιχειρηματίας χρειάστηκε να καταβάλει περίπου τα 3/4 της συνολικής επένδυσης από ίδια κεφάλαια (αποταμίευση, φίλοι, οικογένεια), έναντι αντίστοιχου όμως περίπου ποσοστού (71%) και στις χώρες καινοτομίας.
Σε άλλα χαρακτηριστικά της χρηματοδότησης της νέας επιχειρηματικότητας μπορεί να σημειωθεί ότι τα γυναικεία εγχειρήματα φαίνεται να απαιτούν λιγότερα κεφάλαια έναρξης (φαινόμενο που συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις χώρες), καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούν δραστηριότητες λιανικής, ενώ υπάρχει θετική σχέση ηλικίας και ύψους επένδυσης. Ειδικότερα, τα εγχειρήματα ατόμων άνω των 35 ετών απαιτούν υψηλότερο αρχικό κεφάλαιο στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις χώρες καινοτομίας, με την απόκλιση μάλιστα να διευρύνεται στις μεγαλύτερες ηλικίες καθώς απαιτούνται όλο και περισσότερα αρχικά κεφάλαια.
Υποχώρηση της διάθεσης
Σύμφωνα με την έκθεση, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκονταν το 2015 σε αρχικά στάδια επιχειρηματικής ενεργοποίησης υποχωρεί στο 6,7% (περίπου 450.000 άτομα) έναντι 7,8% (περίπου 520.000 άτομα) το 2014. Η επίδοση αυτή κινείται στα επίπεδα του μακροχρόνιου μέσου όρου του δείκτη στην Ελλάδα, είναι όμως χαμηλότερη από τον μέσο όρο των «χωρών καινοτομίας» (8,5%), δηλαδή των αναπτυγμένων χωρών που συμμετέχουν στο GEM. Συνυπολογίζοντας το πολύ υψηλό ποσοστό του πληθυσμού που είναι καθιερωμένος επιχειρηματίας, δηλαδή λειτουργεί ήδη ένα εγχείρημα για τουλάχιστον 3,5 χρόνια και το οποίο το 2015 ξεπερνά το 13% (από 12,8% το 2014), τότε προκύπτει ότι περίπου το 20% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1,33 εκατ. άτομα, έχει κάποια σχέση με την επιχειρηματικότητα. Πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση στην Ευρώπη και συνδέεται βεβαίως με το υψηλό επίπεδο αυτοαπασχόλησης που συνεχίζει να κυριαρχεί στη δομή της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει πως έχει διακόψει ή αναστείλει την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 2015 ανέρχεται στο 3% του πληθυσμού (περίπου 200 χιλιάδες άτομα), οριακά υψηλότερα από το αντίστοιχο ποσοστό του 2014 (2,8%), αλλά πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (1,8%).
Επιχειρηματίες ανάγκης
Το 22,3% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων (περίπου 124 χιλιάδες άτομα) δηλώνουν επιχειρηματίες ανάγκης και το 34,4% (περίπου 155 χιλιάδες άτομα) επιχειρηματίες ευκαιρίας. Η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (52,2%), ενώ αντίστοιχα η επιχειρηματικότητα ανάγκης σε υψηλότερα επίπεδα (18,9%). Διαπιστώνεται πάντως ότι γενικά σε χώρες με υφεσιακά χαρακτηριστικά και υψηλή ανεργία των νέων, η διέξοδος προς την επιχειρηματικότητα συνιστά μια βιοποριστική επιλογή και όχι μια επιλογή αξιοποίησης πραγματικών επιχειρηματικών ευκαιριών. Θετική εξέλιξη είναι πάντως το γεγονός ότι το 2015 καταγράφεται το χαμηλότερο ποσοστό επιχειρηματιών ανάγκης από το 2008 που ξεκίνησε η οικονομική κρίση.
Χαρακτηριστικά εγχειρημάτων
Σε κλαδικό επίπεδο, το 2015 σημειώνεται εκτίναξη του ποσοστού που ασχολείται με τον πρωτογενή τομέα, στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ (12%) και ταυτόχρονα το υψηλότερο στην Ευρώπη. Θετικά αξιολογείται η άνοδος του ποσοστού των εγχειρημάτων που αφορούν τη μεταποίηση (21,7%), σε επίπεδο υψηλότερο μάλιστα από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (19,4%). Το ζητούμενο ωστόσο είναι να περιοριστεί ως ένα βαθμό στα επίπεδα των υπόλοιπων χωρών το ποσοστό των εγχειρημάτων που σχετίζονται με κλάδους με μικρότερη συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, κλάδους δηλαδή που είναι πλησιέστερα στον τελικό καταναλωτή.
Σε άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά από την έρευνα προκύπτει ο χαμηλός βαθμός καινοτομίας, καθώς το 61% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων δηλώνει ότι κανένας, δυνητικός, πελάτης δεν θα θεωρήσει τα προϊόντα-υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά, έναντι 51,5% κατά μέσο όρο στις χώρες καινοτομίας. Μόλις το 12,3% δηλώνει ότι χρησιμοποιεί εντελώς νέες τεχνολογίες. Το 54,3% των επιχειρηματιών -αυξημένο σε σχέση με το 2014- δηλώνει πως πολλές επιχειρήσεις προσφέρουν παρόμοιο προϊόν ή υπηρεσία στην αγορά, εισέρχονται δηλαδή σε αγορές με ισχυρό ανταγωνισμό. Μόλις το 2,3% των νέων εγχειρημάτων διαθέτει δυναμική ανάπτυξης νέων αγορών (niche markets), ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα προτελευταία στη σχετική κατάταξη.
Σχεδόν ένας στους τρεις επιχειρηματίες αρχικών σταδίων δηλώνει ότι πέρα από τους ιδρυτές κανείς άλλος δεν θα εργάζεται στο εγχείρημα αυτό, τουλάχιστον κατά τη στιγμή της έναρξης λειτουργίας. Ταυτόχρονα, όμως, ένα 62% δηλώνει ότι θα απασχολεί 1 έως 5 άτομα, επίδοση που είναι από τις υψηλότερες διαχρονικά. Γενικά, η νέα επιχειρηματικότητα αναπαράγει τη βασική δομή της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή μια οικονομία που βασίζεται στη λειτουργία πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων δεν αναπτύσσονται και ως εκ τούτου δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.