Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 21 Νοεμβρίου 2016 14:11

Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα κρίνουν τη βιωσιμότητα του χρέους

Η μείωση του κινδύνου αύξησης του επιτοκίου με το οποίο βαρύνεται η Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους θα είναι ο βασικός στόχος του πρώτου πακέτου μέτρων για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους -του λεγόμενου βραχυχρόνιου- που αναμένεται να συζητηθεί στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Η μείωση του κινδύνου αύξησης του επιτοκίου με το οποίο βαρύνεται η Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους θα είναι ο βασικός στόχος του πρώτου πακέτου μέτρων για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους -του λεγόμενου βραχυχρόνιου- που αναμένεται να συζητηθεί στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.

Βέβαια, ακόμη και αν υλοποιηθούν αυτά τα μέτρα το δημόσιο χρέος θα παραμένει μη βιώσιμο, σύμφωνα με τα σενάρια που έχουν «τρέξει» τόσο ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους όσο και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης. Έτσι, το ζητούμενο για να σταλεί σήμα βιωσιμότητας στις αγορές είναι να περιγραφούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα τα οποία ρίχνουν τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους κάτω από το 20% του ΑΕΠ ακόμη και μετά το 2030, ενώ δημιουργούν ταυτόχρονα τον «δημοσιονομικό χώρο» για τη σύνταξη κρατικών προϋπολογισμών χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ.

Το τι θα αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών παραμένει ακόμη υπό διαπραγμάτευση. Για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα οι συζητήσεις έχουν προχωρήσει και οι πιθανότητες να συμφωνηθούν είναι αυξημένες. Για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, όμως, οι διαβουλεύσεις κολλάνε στον «γερμανικό παράγοντα» καθώς, όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις Σόιμπλε τις τελευταίες ημέρες, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν εμφανίζεται διατεθειμένος να τα «εξειδικεύσει».

Διαβουλεύσεις

Έτσι, τις επόμενες ημέρες θα κορυφωθούν οι διαβουλεύσεις στις οποίες έχουν εμπλακεί ενεργά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και οι δύο θεσμοί θα συντάξουν δικές τους ξεχωριστές εκθέσεις βιωσιμότητας μέχρι το τέλος του χρόνου. Από το αν θα κρίνουν το ελληνικό χρέος ως βιώσιμο ή όχι θα εξαρτηθεί:

1. Η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο 3ο ελληνικό πρόγραμμα, το οποίο βάσει του καταστατικού του δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει χώρες το χρέος των οποίων κρίνεται ως μη βιώσιμο. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει από τις αποφάσεις που θα ληφθούν στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου να βρεθεί «φόρμουλα» που θα επιτρέψει στους συντάκτες του Ταμείου να θεωρήσουν το χρέος ως βιώσιμο και έτσι να ανάψει το φως για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, έστω και με ποσά της τάξεως των 6-10 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι η χρηματική συμμετοχή του ΔΝΤ δεν επηρεάζει το συνολικό ποσό του δανείου προς την Ελλάδα το οποίο έχει κλειδώσει από τον Αύγουστο του 2015 στα 83 δισ. ευρώ. Το ποσό που θα εισφέρει το ΔΝΤ -αν υπάρξει τέτοια απόφαση- θα αφαιρεθεί από τους πόρους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης.

2. Το αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα ανάψει το πράσινο φως για τη συμμετοχή και των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι καθοριστική εξέλιξη για την Ελλάδα, καθώς χωρίς το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε τέτοια επίπεδα ώστε να μπορέσει να δανειστεί η χώρα και να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μετά τον Αύγουστο του 2018 (σ.σ.: μέχρι τότε οι δανειακές ανάγκες καλύπτονται από τα δάνεια του ESM, υπό την προϋπόθεση εκπλήρωσης των ενδιάμεσων αξιολογήσεων).

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα θα αφορούν ένα τμήμα του χρέους της τάξεως των 50-60 δισ. ευρώ, με το τελικό ποσό να μην έχει κλειδώσει ακόμη καθώς η τελική «φόρμουλα» είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Τα μέτρα θα αφορούν την αύξηση της περιόδου αποπληρωμής κατά περίπου 7-8 χρόνια αλλά και τη μετατροπή των επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά ώστε να εξαλειφθεί ο επιτοκιακός κίνδυνος. Δύο είναι τα ζητούμενα:

1. Πρώτον, να εκλείψουν τα «βουνά» τόκων που, βάσει της σημερινής κατάστασης, θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα από το 2021 και μετά. Ειδικά το συγκεκριμένο έτος οι ανάγκες μόνο για τόκους φτάνουν στα 11 δισ. ευρώ, ενώ το 2022 εκτοξεύονται σε 24,5 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντίστοιχη δαπάνη τόσο για το 2016 όσο και για το 2017 περιορίζεται στο επίπεδο των 6 δισ. ευρώ

2. Δεύτερον, να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκτροχιασμού του κρατικού προϋπολογισμού σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων το επόμενο διάστημα (σ.σ.: το 70% του ελληνικού χρέους τοκίζεται με κυμαινόμενα επιτόκια). Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται διάφορα μέτρα όπως η αντικατάσταση παλαιότερου χρέους (το οποίο τοκίζεται με υψηλότερα επιτόκια) με νέο «φθηνότερο», η μετατροπή κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό για συγκεκριμένο τμήμα του χρέους κ.ά.

Προϋπόθεση τα πλεονάσματα

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα δεν επιφέρουν ουσιαστική βελτίωση όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, κάτι που έχει επισημάνει και ο ίδιος ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης. Αν δεν υπάρξουν οι λεγόμενες «μεσοπρόθεσμες» παρεμβάσεις στο ελληνικό δημόσιο χρέος, η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να δαπανά κάτι λιγότερο από το 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 για τόκους και χρεολύσια, ενώ από το 2030 μέχρι το 2040 θα ξοδεύει έως και το 20% του ΑΕΠ. Και αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι θα εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% από το 2018 μέχρι και το 2028, δηλαδή για 10 ολόκληρα χρόνια. Αν υποτεθεί ότι η Ελλάδα δεν κατορθώσει να εμφανίσει αυτά τα πλεονάσματα αλλά μια μονάδα λιγότερο -δηλαδή 2,5% στο διάστημα από το 2018 έως το 2028, τότε ήδη από το 2025 η ετήσια δαπάνη θα ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ ενώ θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το 20% ήδη από το 2030.

Για να μην υλοποιηθεί το εφιαλτικό σενάριο, η ελληνική πλευρά έχει ήδη επεξεργαστεί σενάρια μεσοπρόθεσμων μέτρων που ρίχνουν τις ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους. Δύο είναι οι βασικές παρεμβάσεις:

1. Οι παρεμβάσεις για τη μείωση του κινδύνου των επιτοκίων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή μετά τον Αύγουστο του 2018 και για τουλάχιστον 10-12 χρόνια μέχρι το 2030. Από μόνη της αυτή η παρέμβαση υποχρεώνει την Ελλάδα να πληρώνει το 15% του ΑΕΠ της για την εξυπηρέτηση του χρέους μέχρι το 2030 και το 20% του ΑΕΠ της από το 2035 και μετά.

2. Η χρονική επέκταση των δανείων που έχουν χορηγηθεί από τον EFSF. Με την παρέμβαση αυτή το χρέος μετατρέπεται σε βιώσιμο καθώς οι ακαθάριστες ανάγκες παραμένουν κάτω από το 15% μέχρι και τα μέσα του 2030.

Χαρακτηριστική είναι η σύγκριση των ετήσιων δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για το Βέλγιο, το 2016 το κόστος εξυπηρέτησης είναι 17,9% και για το 2017 επίσης 17,9%. Για την Ιταλία το 2016 ήταν 18,7% και το 2017 20%. Για την Πορτογαλία το 2016 είναι 18,4% και το 2017 15,2%. Για την Ισπανία το 2016 είναι 18,1% και το 2017 17,2%.