Στα «τάρταρα» βρίσκεται η εμπιστοσύνη των Ελλήνων προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς σύμφωνα με έρευνα της Ernst & Young (EY), μόλις το 14% αισθάνεται μεγάλη ασφάλεια στον τραπεζικό κλάδο.
Στα «τάρταρα» βρίσκεται η εμπιστοσύνη των Ελλήνων προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς σύμφωνα με έρευνα της Ernst & Young (EY), μόλις το 14% αισθάνεται μεγάλη ασφάλεια στον τραπεζικό κλάδο.
Την ίδια ώρα, μόλις το 31% θεωρεί ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των προϊόντων που παρέχουν τα διάφορα τραπεζικά ιδρύματα, ενώ παράλληλα, το 48% αναφέρει μειωμένη εξάρτηση από τις παραδοσιακές τράπεζες
Σύμφωνα με την έρευνα, οι νέες τάσεις, όπως αποτυπώνονται και στα παραπάνω στοιχεία, υποδηλώνουν μία διάβρωση στις σχέσεις των παραδοσιακών τραπεζών και των πελατών, η οποία οφείλεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης, στη μεταβαλλόμενη συμπεριφορά των καταναλωτών, στις προσδοκίες για τις ψηφιακές καινοτομίες και στον υψηλό ανταγωνισμό.
Είναι σαφές, αναφέρει η ΕΥ, ότι οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες σήμερα είναι πολλές, καθώς οι πελάτες επαναξιολογούν τη σχέση τους με αυτές και εξετάζουν σοβαρά εναλλακτικές λύσεις.
Παρά τις προκλήσεις ωστόσο, τα αποτελέσματα της έρευνας είναι αισιόδοξα, καθώς καταλήγουν πως οι τράπεζες μπορούν να αντιμετωπίσουν τις υφιστάμενες προκλήσεις και να διατηρήσουν τη σχετικότητά τους με τους καταναλωτές, αξιοποιώντας το εύρος, την πελατειακή τους βάση, την αναγνωρισιμότητα, αλλά και τις υποδομές που διαθέτουν.
Συγκεκριμένα, προτείνεται:
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, ο Γιώργος Παπαδημητρίου, εταίρος της ΕΥ Ελλάδος και επικεφαλής στο τμήμα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τονίζει: «Σε μία εποχή όπου οι καινοτομίες στο χώρο της τεχνολογίας μετασχηματίζουν δραστικά το τοπίο των παρεχόμενων τραπεζικών υπηρεσιών, οι παραδοσιακές τράπεζες θα πρέπει να επανεξετάσουν τη σχέση τους με τους πελάτες τους, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες καταναλωτικές συμπεριφορές, αλλά και να προχωρήσουν σε καινοτομίες, επαναπροσδιορίζοντας τη σχετικότητά τους ως προς τις ανάγκες των καταναλωτών. Τόσο τα ελληνικά, όσο και τα παγκόσμια αποτελέσματα του Δείκτη, αποδεικνύουν ακριβώς αυτό, με αριθμούς που δεν μπορούν να αγνοηθούν».