Να ενισχύσει τη ρευστότητά της πέτυχε η Wind ολοκληρώνοντας τη σύναψη ομολογιακού δανείου πενταετούς διάρκειας, ύψους 250 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα οι μέτοχοί της την ενισχύουν με 25 εκατ. ευρώ μέσω της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου.
Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Να ενισχύσει τη ρευστότητά της πέτυχε η Wind ολοκληρώνοντας τη σύναψη ομολογιακού δανείου πενταετούς διάρκειας, ύψους 250 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα οι μέτοχοί της την ενισχύουν με 25 εκατ. ευρώ μέσω της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τη στρατηγική της τηλεπικοινωνιακής εταιρείας, το ομολογιακό, συν το ποσό της αύξησης κεφαλαίου θα αξιοποιηθούν για την αποπληρωμή του υφιστάμενου δανεισμού της ύψους 175 εκατ. ευρώ (δάνειο που είχε εξασφαλίσει κυρίως από τους μετόχους της) αλλά και για να χρηματοδοτήσει το πλάνο ψηφιακής της ανάπτυξης. Η διοίκηση της εταιρείας έχει ανακοινώσει επενδύσεις ύψους 500 εκατ. ευρώ έως το 2020 στα δίκτυα νέας γενιάς σταθερής και κινητής, καθώς και για την είσοδό της στην παροχή περιεχομένου, για τις οποίες εκτός από τα 100 εκατ. ευρώ που εξασφαλίζονται από τις παραπάνω κινήσεις θα χρησιμοποιηθούν και ίδια κεφάλαια από τις χρηματοροές που πετυχαίνει.
Σχολιάζοντας αρμόδια στελέχη της εταιρείας το γεγονός ότι το κουπόνι του δανείου διαμορφώθηκε ψηλά, στο 10%, σημειώνουν ότι δεν αποτέλεσε έκπληξη, καθώς επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από την εικόνα της χώρας στις αγορές. Ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι το σύνολο των εσόδων της τηλεπικοινωνιακής εταιρείας προέρχεται από την Ελλάδα, κάτι που δεν συμβαίνει με άλλες εταιρείες που άντλησαν κεφάλαια μέσω ομολογιακού, όπως π.χ. η Τιτάν 300 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 3,5% και η Ιntralot 250 εκατ. ευρώ με 6,75%.
Σύμφωνα επίσης με στελέχη της εταιρείας, αν και η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές, το κλίμα για τη Wind στις διεθνείς αγορές ήταν εξαρχής πολύ διαφορετικό. Η ανησυχία των επενδυτών αντισταθμίστηκε από τη χρηματοοικονομική εικόνα της Wind και τις αναπτυξιακές προοπτικές που παρουσίασε η διοίκησή της.
To θετικό κλίμα των αγορών απέναντι στη Wind ενισχύθηκε από τις αξιολογήσεις των γνωστών οίκων Standard & Poor’s και Fitch που βαθμολόγησαν με Β stable και Β- αντίστοιχα το ομόλογο της εταιρείας βλέποντας σταθεροποίηση εσόδων, ενίσχυση ρευστότητας και αύξηση στα μελλοντικά έσοδα της τηλεπικοινωνιακής εταιρείας.
Η διοίκηση της Wind έχει πολλές φορές αναφερθεί στον σχεδιασμό της για την Ψηφιακή Ελλάδα του 2020, υποστηρίζοντας ότι η δημιουργία υποδομών υπερυψηλών ταχυτήτων στην κινητή και τη σταθερή τηλεφωνία είναι μονόδρομος, όχι μόνο για την ανάπτυξη της Wind αλλά και για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτό οι επενδύσεις της κατευθύνονται σε δίκτυα νέας γενιάς τόσο στην κινητή (4G, 4G+) όσο και στη σταθερή τηλεφωνία (οπτικές ίνες ως τον τελικό χρήστη), χτίζοντας νέες υποδομές. Όπως αναφέρεται σχετικά, η Wind κατόρθωσε στη διάρκεια της περσινής χρονιάς να πάει από το 0% στο 60% πληθυσμιακής κάλυψης στο 4G, κάνοντας χρόνο ρεκόρ πανευρωπαϊκά. Στο τέλος του 2016 η πληθυσμιακή κάλυψη της Wind σε 4G θα φτάσει το 75% περίπου, με ορίζοντα να αγγίξει το 100% το 2018.
Παράλληλα, διοχετεύει σημαντικά κεφάλαια στην ανάπτυξη του δικτύου οπτικών ινών που θα προσφέρει υπερυψηλές ταχύτητες (100-300 mbps) στη σύνδεση με το Internet. Σύμφωνα με πληροφορίες, είναι έτοιμα τα πιλοτικά δίκτυα οπτικών ινών σε δήμους της Αθήνας και της περιφέρειας και σύντομα θα συνδεθούν οι πρώτοι καταναλωτές.