Οι υψηλοί φόροι και κυρίως η αντιπαραγωγική δαπάνη των εσόδων καθηλώνουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε επίπεδα που δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για την ανάκαμψη. Η Ελλάδα βρίσκεται σαφώς κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο ως προς την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και εμφανίζεται ιδιαίτερα αρτηριοσκληρωτική στην προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Οι υψηλοί φόροι και κυρίως η αντιπαραγωγική δαπάνη των εσόδων καθηλώνουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε επίπεδα που δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για την ανάκαμψη. Η Ελλάδα βρίσκεται σαφώς κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο ως προς την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και εμφανίζεται ιδιαίτερα αρτηριοσκληρωτική στην προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων.
Η «Ν» συζήτησε με την οικονομολόγο του World Economic Forum για την Ευρώπη τις επιμέρους παραμέτρους που διαμορφώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καταλήγοντας αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα μένει πίσω, αδυνατώντας να αξιοποιήσει εργαζόμενους και κεφάλαια για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας. Συνεχίζει έτσι, αντί για προϊόντα και υπηρεσίες, να παράγει χρέος.
Η ελληνική οικονομία διανύει το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής, ωστόσο δεν έχει επιτύχει ακόμη την ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Την περίοδο 2016-2017 η συνολική βαθμολογία της Ελλάδας στον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας (GCI) του World Economic Forum πρακτικά παραμένει αμετάβλητη, ωστόσο η χώρα πέφτει 5 θέσεις στην κατάταξη -86η ανάμεσα σε 138 χώρες-, καθώς μένει πίσω και σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ρυθμό βελτίωσης άλλων εθνών.
Οι κύριες αιτίες που τοποθετούν την Ελλάδα ακριβώς ανάμεσα στην Ουκρανία και την Αλγερία είναι κατά σειρά προτεραιότητας οι ασταθείς πολιτικές (17,6), τα φορολογικά βάρη (17,1), η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης (15,6), η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση (14,0), το φορολογικό κανονιστικό πλαίσιο (12,1) και η κυβερνητική αστάθεια (9,3).
Η οικονομολόγος του World Economic Forum, υπεύθυνη για την Ευρώπη, Silja Baller, περιγράφει αναλυτικά στη «Ν» πώς η Ελλάδα χάνει μέχρι στιγμής το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας. Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι η χώρα καταλαμβάνει μόλις την 109η θέση της παγκόσμιας κατάταξης με βάση την ανταγωνιστικότητα της φορολογικής πολιτικής της, υπό την επισήμανση ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές επιδρούν αντίστοιχα στις εκάστοτε επενδυτικές αποφάσεις. Όμως, υψηλούς φορολογικούς συντελεστές διαθέτουν και ορισμένες από τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες στον κόσμο. Γι’ αυτό και η ίδια σπεύδει να επισημάνει ως καίρια παράμετρο τον τρόπο με τον οποίο δαπανώνται τα φορολογικά έσοδα μιας χώρας.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ανέλθει στην 86η από την 129η θέση ως προς τον βαθμό ευθυγράμμισης αμοιβών και παραγωγικότητας, η οικονομολόγος του World Economic Forum παρατηρεί ότι η συνολική αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις πιο αδύναμες περιοχές στο προφίλ της ελληνικής ανταγωνιστικότητας (114η), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάγκη περαιτέρω παρεμβάσεων ευρύτερα στην αγορά εργασίας.
Αν και διακηρύχθηκε ως ο κεντρικός στόχος της προσαρμογής, τόσο η υλοποίηση του προγράμματος όσο και η δημόσια συζήτηση στη χώρα δεν επικεντρώνονται στην ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία -αντί για προϊόντα και υπηρεσίες- συνεχίζει να παράγει χρέος.
Στην Ελλάδα εξάλλου διατυπώνεται πολύ συχνά η άποψη ότι η έννοια της ανταγωνιστικότητας λειτουργεί σε βάρος του κοινωνικού κράτους. Ωστόσο, παραδείγματα χωρών όπως η Ελβετία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Νορβηγία καταδεικνύουν ότι το ένα δεν αναιρεί το άλλο, αρκεί η εκάστοτε πολιτική να διασφαλίζει για όλους ίσους όρους συμμετοχής στην αγορά.
Υστέρηση σε τρεις βασικούς τομείς, καλύτερες επιδόσεις σε εκπαίδευση και καινοτομία
Η οικονομολόγος του World Economic Forum, υπεύθυνη για την Ευρώπη, Silja Baller απαντά στα ερωτήματα της «Ν» αναφορικά με το προφίλ ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.
Πού οφείλεται η πτώση της Ελλάδας κατά 5 θέσεις στον δείκτη ανταγωνιστικότητας (GCI) του World Economic Forum το 2016; Ποιες ήταν οι μεταβολές που οδήγησαν σε αυτήν την εξέλιξη;
«Η Ελλάδα πέφτει 5 θέσεις στον GCI αυτό το έτος, όμως η συνολική της βαθμολογία πρακτικά παραμένει αμετάβλητη. Το συμπέρασμα έχει ως εξής: η πραγματική αιτία ανησυχίας για την Ελλάδα είναι ότι μένει πίσω από τον ρυθμό με τον οποίο άλλα έθνη βελτιώνονται».
Σε ποιους τομείς υστερεί κυρίως η ελληνική οικονομία σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας και σε ποιους καταγράφει τις υψηλότερες επιδόσεις;
«Ο GCI καταδεικνύει ότι οι αδυναμίες της ελληνικής ανταγωνιστικότητας είναι κυρίως συγκεντρωμένες σε τρεις βασικούς τομείς: στο μακροοικονομικό περιβάλλον (131η), στην αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας (114η) και στην ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών (136η). Ιδίως η αδυναμία στα δύο τελευταία πεδία καταδεικνύει τη δυσκολία εργαζόμενοι και κεφάλαια να χρησιμοποιηθούν με τον πιο παραγωγικό τρόπο στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε καλύτερες επιδόσεις στις υποδομές (37η), στην ανώτερη εκπαίδευση (45η) και στην υγεία και πρωτοβάθμια εκπαίδευση (46η). Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι σημειώνονται ανοδικές τάσεις σε διαστάσεις όπως η αντίληψη τεχνολογικής ετοιμότητας των επιχειρηματικών στελεχών (αν και η χώρα θα πρέπει να κινηθεί ταχύτερα, προκειμένου να ανεβεί στην κατάταξη) και στην επίδοση καινοτομίας, η οποία σημειώνει κάποια βελτίωση· συγκεκριμένα, τα στελέχη συνειδητοποιούν τη δυναμική της επιχειρηματικής δαπάνης στην Έρευνα και Ανάπτυξη (άνοδος κατά 23 θέσεις, στην 90ή) και της κρατικής προμήθειας προηγμένης τεχνολογίας (άνοδος κατά 12 θέσεις, στην 121η).
Πάντως, η καλύτερη λειτουργία των αγορών εργασίας και η μεγαλύτερη διαθεσιμότητα κεφαλαίων για καινοτόμους - παραγωγικές εταιρείες θα είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να κεφαλαιοποιηθεί αυτό το θετικό μομέντουμ».
Πώς αξιολογείτε την πορεία των ελληνικών εξαγωγών τα τελευταία χρόνια;
«Οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν κυμανθεί περίπου στο 30% τα τελευταία χρόνια· δεν υπάρχουν ισχυρές τάσεις ευδιάκριτες από το 2013. Πάντως, κατά την περίοδο αυτή η Ελλάδα έχει ανέλθει από την 109η στην 84η θέση».
Το εργατικό κόστος έχει μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης. Θεωρείτε ότι χρειάζονται περαιτέρω παρεμβάσεις στο εργασιακό περιβάλλον ή θα πρέπει να στραφούν σε άλλους τομείς οι μεταρρυθμίσεις;
«Ο GCI καταγράφει σημαντικές βελτιώσεις στην ευθυγράμμιση μεταξύ αμοιβών και παραγωγικότητας (86η από 129η το 2013-14). Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις πιο αδύναμες περιοχές στο προφίλ της ελληνικής ανταγωνιστικότητας (114η στη γενική κατάταξη της αγοράς εργασίας). Συνεπώς, μια διαρκής προσπάθεια σε αυτόν τον τομέα θα συνεχίσει να είναι σημαντική. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά την ικανότητα της ελληνικής αγοράς να προσελκύσει και να διατηρήσει το ταλέντο, παράμετρος καθοριστική για την προσέλκυση υψηλής αξίας και εξελιγμένων επιχειρήσεων».
Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της δημόσιας διοίκησης στον τομέα της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας και πώς αξιολογείτε τη συγκεκριμένη παράμετρο στην περίπτωση της Ελλάδας;
«Μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, καθώς στηρίζει τη λειτουργία των αγορών και συγχρόνως αντιμετωπίζει τις αδυναμίες της αγοράς όπου αυτές προκύπτουν. Ο GCI σκιαγραφεί αυτή τη διάσταση, κυρίως υπό το πρίσμα των θεσμών. Η Ελλάδα τοποθετείται κάτω από το μισό της κατάταξης (81η) στον συγκεκριμένο δείκτη. Πάντως, έχει καταγράψει βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια, ανεβαίνοντας 21 θέσεις από το 2013».
Σε ποιον βαθμό επιδρά στην ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας το ύψος του δημόσιου χρέους; Θα λέγατε ότι η συμμετοχή στην Ευρωζώνη περιορίζει το ρίσκο της χώρας;
«Το επίπεδο του δημόσιου χρέους θέτει έναν περιορισμό στον χώρο της κυβέρνησης για ελιγμούς και οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων, που με τη σειρά της ρίχνει τις επενδύσεις. Τα ελληνικά επίπεδα χρέους παραμένουν εξαιρετικά υψηλά, σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ, τοποθετώντας τη χώρα στην 137η θέση της αντίστοιχης κατάταξης, ανάμεσα σε 138 οικονομίες. Η δέσμευση στους κανόνες προϋπολογισμού της Ευρωζώνης βοηθά στη μείωση του κινδύνου χρεοκοπίας».
Πώς αξιολογείτε τη φορολογική πολιτική στην Ελλάδα; Είναι τελικά μέρος της λύσης ή του προβλήματος;
«Η Ελλάδα έχει συγκριτικά υψηλό φορολογικό συντελεστή επιχειρήσεων, καταλαμβάνοντας την 109η θέση στη σχετική κατάταξη ανταγωνιστικότητας. Το επίπεδο της φορολογίας των επιχειρήσεων επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις. Αλλά μία ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος από την άποψη της ανταγωνιστικότητας είναι ο τρόπος με τον οποίο δαπανώνται τα φορολογικά έσοδα που συλλέγονται. Διότι ορισμένες από τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες στον κόσμο έχουν επίσης υψηλά φορολογικά βάρη».
Η Ελβετία, η Σιγκαπούρη, οι ΗΠΑ και η Ολλανδία είναι οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες το 2016. Πώς θα συνοψίζατε τα κοινά χαρακτηριστικά των οικονομιών τους;
«Κάθε μία από αυτές τις οικονομίες έχει μια διαφορετική συνταγή για την επιτυχία. Η Ελβετία και η Ολλανδία είναι οι χώρες με την πιο σταθερή απόδοση σε όλες τις παραμέτρους της ανταγωνιστικότητας. Οι υπόλοιπες καταγράφουν εξαιρετική απόδοση σε μερικές από τις παραμέτρους. Στη Σιγκαπούρη είναι οι υποδομές, η ανώτερη εκπαίδευση και η κατάρτιση, καθώς και η αποτελεσματικότητα της αγοράς αγαθών που “σπρώχνουν” το ασιατικό έθνος τόσο ψηλά στην κατάταξη. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στην 3η θέση, με την καινοτομία, το μέγεθος της αγοράς και την ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής αγοράς ανάμεσα στους τομείς ισχύος».
Στην Ελλάδα εκφράζεται πολύ συχνά η άποψη ότι η έννοια της ανταγωνιστικότητας λειτουργεί σε βάρος του κοινωνικού κράτους. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Η ανταγωνιστικότητα και η κοινωνική ένταξη μπορούν να αλληλοενισχύονται με πολλούς τρόπους και υπάρχει ξεκάθαρα ένας χώρος πολιτικής win - win προς αξιοποίηση. Με την αναδιανομή να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο όσον αφορά την επίτευξη της ενσωμάτωσης, η προ-διανομή είναι εξίσου σημαντική προκειμένου να διασφαλιστεί η ισότητα των ευκαιριών. Η Ελβετία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Νορβηγία συνιστούν τα παραδείγματα των χωρών που έχουν επιτύχει υψηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής ένταξης, ταυτόχρονα. Το “κλειδί” για τον διττό αυτόν στόχο, πέρα από τα βασικά, όπως η υψηλή ποιότητα υγειονομικής περίθαλψης και η εκπαίδευση, είναι η αποφυγή συγκέντρωσης της ισχύος της αγοράς, δίνοντας σε όλους την ευκαιρία να συμμετάσχουν επί ίσοις όροις στην οικονομία».