Δέσμευση του συνόλου (100%) των καταθέσεων, λογαριασμών και παρακαταθηκών, αλλά και των θυρίδων σε τράπεζες, περιλαμβάνει το νέο «πακέτο» ερευνών, με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και διασταυρώσεων, για τον εντοπισμό των περιουσιακών στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου, προκειμένου να ληφθούν εγκαίρως όλα τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος τους και να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός των χρεών τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης.
Από την έντυπη έκδοση
Δέσμευση του συνόλου (100%) των καταθέσεων, λογαριασμών και παρακαταθηκών, αλλά και των θυρίδων σε τράπεζες, περιλαμβάνει το νέο «πακέτο» ερευνών, με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και διασταυρώσεων, για τον εντοπισμό των περιουσιακών στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου, προκειμένου να ληφθούν εγκαίρως όλα τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος τους και να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός των χρεών τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης.
Αυτά προβλέπει, μεταξύ άλλων, το νέο καθεστώς που ισχύει όσον αφορά τη διάκριση ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και μη, με το οποίο επιταχύνεται η σχετική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης.
Κεντρικός στόχος ουσιαστικά της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, με τη νέα διαδικασία, είναι να ξεκαθαρίσει σταδιακά ο κατάλογος των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο από τους οφειλέτες τα χρέη των οποίων δεν μπορούν και δεν πρόκειται να εισπραχθούν ποτέ. Έτσι, αν μία οφειλή χαρακτηριστεί ανεπίδεκτη είσπραξης τότε η φορολογική διοίκηση θα εγκαταλείπει ουσιαστικά κάθε προσπάθεια για είσπραξή της, ενώ θα αφαιρείται και το όνομα του οφειλέτη από τη δημοσιευμένη λίστα των οφειλετών του Δημοσίου.
Ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό και οι ελεγκτικές αρχές θα εστιάσουν τους ελέγχους στους φορολογούμενους με οφειλές που μπορούν να εισπραχθούν, ειδικά δε σε αυτούς που παρουσιάζουν βάσει της οικονομικής τους εικόνας μεγαλύτερο εισπρακτικό ενδιαφέρον.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σε περίπτωση που ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, πρέπει για τον χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής του ως ανεπίδεκτης είσπραξης να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της πτώχευσης, ώστε να έχει ολοκληρωθεί και η προσπάθεια του συνδίκου της πτώχευσης για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου, ως πτωχευτικού πιστωτή.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι με βάση τα στοιχεία της ΓΓΔΕ το παλαιό ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο των πτωχευμένων ξεπερνά τα 12 δισ. ευρώ, ενώ περισσότερα από 158 εκατ. ευρώ οφείλονται από «μαϊμού» εταιρείες και πλασματικούς ΑΦΜ, γεγονός που σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα ποσά δεν πρόκειται ποτέ να εισπραχθούν από τις εφορίες.
Από την άλλη πλευρά πάνω από 8 δισ. ευρώ χρωστούν στο Δημόσιο και οι ΔΕΚΟ, χωρίς φυσικά να είναι γνωστό το πότε και εάν τα ποσά αυτά θα εισπραχθούν ή όχι.
Με βάση το νέο καθεστώς, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης παύει εφεξής να αποτελεί προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης. Επομένως δεν υφίσταται πλέον κώλυμα για την πρόοδο της διαδικασίας διάκρισης οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης τελεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης και δεν έχει ολοκληρωθεί τυπικά η διαδικασία εκκαθάρισης λόγω μη διορισμού εκκαθαριστή ή μη αντικατάστασης παραιτηθέντος εκκαθαριστή.
Η ΓΓΔΕ έδωσε χθες τις κατωτέρω αναλυτικές οδηγίες για τη νέα ταχύτερη διαδικασία διάκρισης των ληξιπρόθεσμων χρεών σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα είσπραξης, κοινοποιώντας αρμοδίως με την υπ’ αρίθμ. ΠΟΛ.1151/11.10.2016 εγκύκλιο τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 της υποπαραγράφου Δ1 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, με τις οποίες τροποποιήθηκε το άρθρο 82 του ν.δ.356/1974 σχετικά με τη διάκριση ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης, και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας απόφασης του γενικού γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ. 1089/2016:
1. Προβλέπεται για τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες για τον εντοπισμό των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης. Στην περίπτωση αυτή ένα ηλεκτρονικό μέσο για να είναι πρόσφορο αρκεί να συνεισφέρει, κατά την κοινή πείρα και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ικανώς στον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων. Τα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα, στα οποία απαιτείται να γίνεται έλεγχος, περιλαμβάνονται στον Πίνακα 1 της απόφασης. Κάθε μεταβολή που επέρχεται στα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα εξαιτίας της διαρκούς βελτίωσης συστημάτων και υπηρεσιών που παρέχονται στη φορολογική διοίκηση γνωστοποιείται εγγράφως από τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, τη Διεύθυνση Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών και τη Διεύθυνση Παροχής Φορολογικών Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων στη Διεύθυνση Εισπράξεων προκειμένου να παρασχεθούν οδηγίες στα αρμόδια όργανα.
2. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης παύει εφεξής να αποτελεί προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης. Επομένως, δεν υφίσταται πλέον κώλυμα για την πρόοδο της διαδικασίας διάκρισης οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης τελεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης και δεν έχει ολοκληρωθεί τυπικά η διαδικασία εκκαθάρισης λόγω π.χ. μη διορισμού εκκαθαριστή ή μη αντικατάστασης παραιτηθέντος εκκαθαριστή, εφόσον βέβαια συντρέχουν σε κάθε περίπτωση όλες οι λοιπές γενικής ισχύος προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό μιας ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης (διαπίστωση μη ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων ή εκποίησης αυτών πριν από ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης κ.λπ.). Η κατάργηση της πρόσθετης προϋπόθεσης για ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης αφορά τόσο τις περιπτώσεις εκκαθάρισης νομικού προσώπου (δηλαδή εκκαθάρισης μετά τη λύση του νομικού προσώπου) όσο και τις περιπτώσεις εκκαθάρισης επιχείρησης (όπως της ειδικής εκκαθάρισης επιχειρήσεων κατά τα άρθρα 46 και 46α του ν. 1892/1990) ή περιουσίας (όπως της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας).
Για τον λόγο αυτό δεν απαιτείται πλέον η αναζήτηση και λήψη από τον εκκαθαριστή (του νομικού προσώπου ή τον ειδικό εκκαθαριστή) βεβαίωσης ότι έχουν περατωθεί οι ενέργειες της εκκαθάρισης ή έκθεσης λογοδοσίας αυτού ούτε από το αρμόδιο δικαστήριο πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται η παύση της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας.
3. Προβλέπεται πλέον ρητά και στον νόμο ότι σε περίπτωση που ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης πρέπει, για τον χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής του ως ανεπίδεκτης είσπραξης, να έχει κηρυχθεί (με σχετική απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου) η παύση των εργασιών της πτώχευσης, ώστε πριν από την έναρξη της διαδικασίας του άρθρου 82 του ΚΕΔΕ, να έχει ολοκληρωθεί, πέραν της έρευνας από τη ΔΟΥ/Ελεγκτικό Κέντρο/Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης/Τελωνείο για τη διαπίστωση μη ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων ή εκποίησης αυτών κ.λπ., κατά τις διατάξεις γενικής ισχύος, και η προσπάθεια του συνδίκου της πτώχευσης για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου, ως πτωχευτικού πιστωτή. Επισημαίνεται ότι η παύση των εργασιών της πτώχευσης δεν σημαίνει άνευ άλλου έλλειψη πτωχευτικής περιουσίας, καθώς αυτή κηρύσσεται και σε περίπτωση που, παρά την ύπαρξη ενεργητικού στην πτωχευτική περιουσία, αυτό είναι δύσκολα ρευστοποιήσιμο από τον σύνδικο.
Επομένως, σε περίπτωση οφειλετών που έχουν ή είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση απαιτείται να έχει περατωθεί αυτή ή να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της. Υπενθυμίζεται ότι στις πτωχεύσεις που ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα (ν. 3588/2007), η κήρυξη της παύσης εργασιών της πτώχευσης αποτελεί και λόγο περάτωσης αυτής, η οποία (περάτωση) επέρχεται μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 166 παρ. 2 Πτωχευτικού Κώδικα βλ. και υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1050/ 30.4.2010).
4. Τροποποιούνται οι διατάξεις της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου 82 του ν.δ. 356/1974, προκειμένου να εναρμονιστούν με τις αλλαγές που επήλθαν στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990, αναφορικά με την υποβολή αίτησης για την άσκηση ποινικής δίωξης.
5. Για τον χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης προβλέπεται η σύνταξη αιτιολογημένης έκθεσης από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή, ο οποίος υπηρετεί στην αρμόδια για την εισήγηση, φορολογική ή τελωνειακή αρχή και επιλέγεται από τον προϊστάμενο αυτής, με την οποία πιστοποιείται αφενός ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 της υπ’ αριθ. 1259/2013 απόφασης του ΓΓΔΕ, όπως ισχύει, και αφετέρου ότι συντρέχουν, σωρευτικά, τα ακόλουθα (όπως ορίζονται στο άρθρο 1Α της υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1259/ 5.12.2013 απόφασης του ΓΓΔΕ):
α) Λήφθηκαν όλα τα προβλεπόμενα ασφαλιστικά, διοικητικά, δικαστικά και αναγκαστικά μέτρα σε βάρος του οφειλέτη.
β) Διενεργήθηκε εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας και λήφθηκε αντίγραφο της μερίδας του οφειλέτη τουλάχιστον από τα υποθηκοφυλακεία και τα κτηματολογικά γραφεία του τόπου κατοικίας, επαγγελματικής δραστηριότητας και του τόπου καταγωγής.
γ) Διερευνήθηκε και διαπιστώθηκε ότι δεν υπόκεινται σε διάρρηξη, λόγω καταδολίευσης, μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
δ) Ολοκληρώθηκε η έρευνα για τον εντοπισμό χρηματικών απαιτήσεων, όπως μισθωμάτων, μισθών, συντάξεων, απαιτήσεων στις τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, τη μεταφορά χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη στο εξωτερικό και την απόληψη τόκων από το εξωτερικό και, στην περίπτωση πληροφοριών για πηγές αποπληρωμής της οφειλής στην αλλοδαπή, διαπιστώθηκε ότι υποβλήθηκε τουλάχιστον η αίτηση του άρθρου 298 του ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86, άρθρο 5 της Οδηγίας 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Μαρτίου 2010) ή και άλλη συναφής αίτηση, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα σε σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας ή σε άλλη διακρατική σύμβαση, εφόσον στην Οδηγία ή στις συμβάσεις αυτές προβλέπεται η παροχή, από αλλοδαπή αρχή, αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής στην είσπραξη.
ε) Διερευνήθηκε κάθε στοιχείο που περιλαμβάνεται στα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα στη φορολογική διοίκηση και στο φυσικό φάκελο του οφειλέτη, όπως φορολογικές δηλώσεις, δηλώσεις μητρώου, ισολογισμοί και λοιπές χρηματοοικονομικές καταστάσεις, έντυπα πληροφοριών για περιουσιακά στοιχεία. Ειδικά για τις οφειλές στα τελωνεία ο οριζόμενος ελεγκτής θα απευθύνεται στην αρμόδια φορολογική αρχή για τη λήψη των ανωτέρω απαιτούμενων στοιχείων.
στ) Σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη, έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της πτώχευσης ή έχει επέλθει περάτωση αυτής, τα οποία διαπιστώνονται με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως κοινοποίηση δικαστικής απόφασης και έλεγχος τελεσιδικίας αυτής, όταν απαιτείται από τον νόμο, λήψη πιστοποιητικού από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο σχετικά με την πορεία της πτώχευσης ή έρευνα στη μερίδα του οφειλέτη που τηρείται στο ανωτέρω δικαστήριο.
ζ) Όλες οι ανωτέρω έρευνες, ενέργειες και μέτρα έχουν ολοκληρωθεί ή ληφθεί και κατά των συνυπόχρεων προσώπων χωρίς να προκύψει δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους.
6. Η δέσμευση του συνόλου (εκατό τοις εκατό και ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης της σύμβασης μεταξύ του οφειλέτη ή των συνυπόχρεων προσώπων και του πιστωτικού ιδρύματος), των καταθέσεων, των πάσης φύσεως λογαριασμών και παρακαταθηκών, μέχρι του ύψους των οφειλών προς το Δημόσιο και των συμβεβαιωμένων οφειλών προς τρίτους, επεκτείνεται στο περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν.4174/2013, όπως ισχύει, και σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στην περίπτωση γ της παραγράφου 3 του άρθρου 82 του ΚΕΔΕ καθώς και στην περίπτωση δ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και στο νέο άρθρο 4Α της υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1259/ 5.12.2013 απόφασης του ΓΓΔΕ προκειμένου να αποτραπεί η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και να επιβληθούν τα προβλεπόμενα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ειδικότερα, ο αρμόδιος, κατά περίπτωση, για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής προϊστάμενος της ΔΟΥ/Ελεγκτικού Κέντρου/Τελωνείου ή ο προϊστάμενος της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης, ενημερώνει άμεσα με έγγραφη ενέργειά του, στην οποία αναφέρονται οι έννομες συνέπειες που επέρχονται λόγω του χαρακτηρισμού της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Ακαδημίας 40 - Τ.Κ. 106 72 Αθήνα) και την Τράπεζα της Ελλάδος (Δ/νση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος - Τομέας Πρόληψης Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομη Δραστηριότητα - Αμερικής 3 - ΤΚ. 102 50 Αθήνα), προκειμένου να ενημερωθούν εκ μέρους της τα λειτουργούντα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα. Η ως άνω έγγραφη ενέργεια του προϊσταμένου της ΔΟΥ/Ελεγκτικού Κέντρου/Τελωνείου ή της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης κοινοποιείται στον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα.
Η ανωτέρω δέσμευση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις ακατάσχετων κατά τις κείμενες διατάξεις.
Περαιτέρω, η δέσμευση αίρεται με έγγραφη ενέργεια του αρμόδιου, κατά περίπτωση, για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής προϊσταμένου της ΔΟΥ/Ελεγκτικού Κέντρου/Τελωνείου ή του προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης, με τον επαναχαρακτηρισμό της οφειλής ως εισπράξιμης ή την καθ’ οιονδήποτε τρόπο ακύρωση ή ανάκληση της απόφασης χαρακτηρισμού της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης ή την εξόφληση των οφειλών ή για άλλο νόμιμο λόγο. Σημειώνουμε ότι για τον επαναχαρακτηρισμό οφειλής ως εισπράξιμης αρκεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει, πριν από την παραγραφή της, δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η φορολογική διοίκηση δύναται να αντιτάσσει σε συμψηφισμό παραγεγραμμένη απαίτηση του Δημοσίου για μια τριετία από τη συμπλήρωση της παραγραφής (βλ. άρθρο 83, παρ. 2 του ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παρ. 2 του ν. 4174/ 2013, προκειμένου για απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού, καθώς και τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 89 του ν. 2362/ 1995 και 139 του ν.4270/2014, κατά περίπτωση).
Τα πιστωτικά ιδρύματα από της ενημερώσεώς τους ενεργούν, χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση, για την εφαρμογή των δεσμεύσεων με την υποχρέωση να ενημερώσουν εγγράφως την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής, άμεσα σε περίπτωση εντοπισμού περιουσιακών στοιχείων ή εντός τριμήνου σε κάθε άλλη περίπτωση.
7. Ο χαρακτηρισμός της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και η καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ διενεργείται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου του Τμήματος που έχει την αρμοδιότητα του Δικαστικού και με σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου Υποδιεύθυνσης της υπηρεσίας ή, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται Υποδιεύθυνση, με σύμφωνη γνώμη του νόμιμου αναπληρωτή του προϊσταμένου της υπηρεσίας. Επισημαίνουμε ότι η γνωμοδότηση αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας χαρακτηρισμού της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο οφείλει να αξιολογεί τα στοιχεία της υπόθεσης και να διατυπώνει θετική ή αρνητική γνώμη για την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη σχετική εισήγηση. Μάλιστα, η ειδικά αιτιολογημένη γνώμη, η οποία συντάσσεται σε ξεχωριστό διοικητικό έγγραφο, είναι «σύμφωνη», και δεσμεύει, εφόσον είναι θετική, το όργανο που αποφασίζει είτε να εκδώσει την απόφαση σύμφωνα με τη γνωμοδότηση είτε, εάν δεν την κάνει δεκτή, να απόσχει από την έκδοση της απόφασης αιτιολογώντας ειδικά την επιλογή του αυτή. Η αρνητική σύμφωνη γνώμη εμποδίζει το αρμόδιο όργανο να εκδώσει απόφαση χαρακτηρισμού οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης.
8. Ο χαρακτηρισμός της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και η καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή μεγαλύτερη από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ και έως ενάμιση εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ διενεργείται με απόφαση του γενικού γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας και με σύμφωνη γνώμη της επιτροπής του άρθρου 15 του ν.2648/1998.
> Πίνακας 1
Διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα στη φορολογική διοίκηση (ΔΟΥ/Ελεγκτικά Κέντρα/ Επιχ. Μονάδα Είσπραξης) για τη διενέργεια ερευνών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82, παρ. 1α του ΚΕΔΕ:
Α. Σε πληροφοριακά συστήματα του υπ. Οικονομικών:
1. Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (ΟΠΣ) Taxis στα υποσυστήματα: μητρώου, εσόδων, δικαστικού, ΚΦΑΣ, ΦΠΑ, εισοδήματος νομικών προσώπων, πρωτοκόλλου, άλλων φόρων.
2. Πληροφοριακό σύστημα εισοδήματος φυσικών προσώπων.
3. Περαίωση φυσικών προσώπων.
4. Πληροφοριακό σύστημα οχημάτων.
5. Πληροφοριακό σύστημα περιουσιολογίου (δηλώσεις Ε9 και εκκαθαρίσεις φόρου ακίνητης περιουσίας -ενιαίου τέλους ακινήτων για φυσικά πρόσωπα και ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας φυσικών και νομικών προσώπων).
6. ΟΠΣ Elenxis, στα υποσυστήματα: προφίλ φορολογούμενου και discoverer - αναφορές.
7. Ηλεκτρονική υπηρεσία προβολής δηλώσεων πληροφοριακών στοιχείων μισθώσεων ακίνητης περιουσίας.
8. Στα στοιχεία συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών / προμηθευτών.
Β. Σε πληροφοριακά συστήματα εκτός υπ. Οικονομικών:
1. Μητρώο τραπεζικών λογαριασμών και λογαριασμών πληρωμών.
2. Επιβεβαίωση στοιχείων ταυτότητας από την Ελληνική Αστυνομία.
3. Επιβεβαίωση στοιχείων μεταναστών από το υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
Επίσης, σε στοιχεία που τηρούνται ηλεκτρονικά στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και τα οποία συλλέγονται από άλλους φορείς στο πλαίσιο υποχρέωσης παροχής τους σύμφωνα με το αρθ. 15 του ν.4174/2013 (ΠΟΛ.1033/28.1.2014).