«Αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί» και η αξιωματική αντιπολίτευση είναι «άτολμη σε σχέση με τα προβλήματα», δηλώνει χαρακτηριστικά στη «Ν» ο καθηγητής, τέως πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κωνσταντίνος Γάτσιος. «Ζήσαμε ανάλογα με τις επιθυμίες και όχι τις δυνατότητες» της χώρας, υπογραμμίζει, μιλώντας για την ανάγκη όλα τα θέματα να υπαχθούν ως εργαλεία οικονομικής πολιτικής για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Από την έντυπη έκδοση
Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
«Αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί» και η αξιωματική αντιπολίτευση είναι «άτολμη σε σχέση με τα προβλήματα», δηλώνει χαρακτηριστικά στη «Ν» ο καθηγητής, τέως πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κωνσταντίνος Γάτσιος. Ζητεί τα κόμματα εξουσίας «να πουν την αλήθεια στον ελληνικό λαό», υπό το πρίσμα της συνειδητοποίησης ότι «ζήσαμε ανάλογα με τις επιθυμίες και όχι τις δυνατότητες» της χώρας. Ο ίδιος προκρίνει ως κεντρική πολιτική τον ορισμό της ανεργίας ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, τονίζοντας ότι «θα πρέπει να υπαχθούν όλα τα άλλα θέματα ως εργαλεία οικονομικής πολιτικής στην προσπάθεια καταπολέμησής της».
Πώς αξιολογείτε την πορεία του τρίτου προγράμματος προσαρμογής; Αφενός στο δημοσιονομικό, αφετέρου στο μεταρρυθμιστικό σκέλος.
«Η σύλληψη του τρίτου προγράμματος προσαρμογής υπήρξε, με ευθύνη κυρίως της ελληνικής κυβέρνησης, περισσότερο από ατυχής. Η εφαρμογή του ήταν μοιραίο να προσκρούσει σε δυσκολίες και να αντιμετωπίζει, αναδυόμενα από άλλες πλευρές, εκείνα τα προβλήματα που ήθελε αρχικά να αποφύγει. Εννοώ ότι η κυρίαρχη σκέψη του προγράμματος στηρίζεται στην υπερφορολόγηση της οικονομίας, με σκοπό να αποφύγει η κυβέρνηση το πολιτικό κόστος μείωσης των δαπανών του Δημοσίου.
Αυτό το κόστος, όμως, και η συνεπαγόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια παρουσιάζονται πλέον από τη μεριά όσων βλέπουν να μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημά τους λόγω των φόρων. Όσον αφορά στο μεταρρυθμιστικό σκέλος, δεν αισθάνομαι να αλλάζει κάτι στον τρόπο που λειτουργούν η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Κάθε μεταρρύθμιση δεν εξαρτάται μόνο από μια απλή ψήφιση νόμου στη Βουλή, αλλά, πολύ περισσότερο, από σειρά ενεργειών σε βάθος χρόνου, που θα την εξειδικεύσουν, διευκρινίσουν και προσαρμόσουν στα πραγματικά δεδομένα ώστε, τελικά, θα την επιβάλουν στην αρτηριοσκληρωτική, ως προς αλλαγές, ελληνική κοινωνία, υπερπηδώντας και τα εμπόδια που δημιουργούν τα εκάστοτε κατεστημένα συμφέροντα.
Όλα αυτά, όμως, δεν είναι σε θέση να τα υλοποιήσει η κυβερνώσα, σήμερα, παράταξη. Ούτε τις ανάλογες ικανότητες έχει, ούτε πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Τι μέλλον έχει, για παράδειγμα, μια ιδιωτικοποίηση, όταν από του βήματος της Βουλής θρηνείς για το ότι αναγκάστηκες να την υπογράψεις ενώ, παράλληλα, απειλείς τον επενδυτή με καταστροφή δηλώνοντας ότι “η αγορά θα απαξιώσει” την επένδυσή του;».
Στον τομέα των εσόδων, μία άποψη θέλει τους στόχους να επιτυγχάνονται, έστω αντιαναπτυξιακά. Μία άλλη στέκεται στον υφεσιακό αντίκτυπο της υπερφορολόγησης. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση εν όψει της δυνατότητας αυτόματης ενεργοποίησης του δημοσιονομικού «κόφτη»;
«Δεν είναι πάντα δεδομένο ότι η αύξηση της φορολογίας δρα υφεσιακά επί της οικονομίας. Σημασία έχει ποιους φορολογείς και πώς χρησιμοποιείς τα φορολογικά έσοδα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, είναι σαφές ότι η ακολουθούμενη πολιτική πράγματι ασκεί υφεσιακές επιδράσεις, τόσο βραχυπρόθεσμα, διότι επιβαρύνει τους ήδη επιβαρυμένους και χρησιμοποιεί τα έσοδα για δαπάνες που εξ αντικειμένου δεν είναι παραγωγικές, όσο και μεσομακροπρόθεσμα, διότι στρεβλώνει τις λειτουργίες της οικονομίας αποτρέποντας και αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις. Ελπίζω να αποφύγουμε τον “κόφτη”, και φαίνεται ότι μάλλον θα τον αποφύγουμε, διότι τυχόν ενεργοποίησή του θα έχει εξαιρετικά αρνητικές, ισοπεδωτικές θα έλεγα, συνέπειες, στην κοινωνική ψυχολογία, αλλά και στις όποιες επενδυτικές ροπές έχουν απομείνει στους φορείς της οικονομίας».
Η αξιωματική αντιπολίτευση παρουσίασε στη ΔΕΘ ένα πρόγραμμα μείωσης φόρων με παράλληλες, στοχευμένες, περικοπές δαπανών. Θεωρείτε ότι κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση; Πρόκειται για ρεαλιστικές προτάσεις;
«Όπως τίθεται το ερώτημα δεν θα μπορούσα να απαντήσω αρνητικά. Πράγματι, “κινείται” προς τη σωστή κατεύθυνση και οι προτάσεις που κατέθεσε θα μπορούσαν, εκ πρώτης όψεως, να χαρακτηριστούν ως “ρεαλιστικές”. Δεν είναι, όμως, για έναν πολύ απλό λόγο: διότι είναι πολύ λίγες και πολύ άτολμες σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Δηλαδή, δεν είναι “ρεαλιστικό” να πιστεύει ο κ. Μητσοτάκης ότι αρκεί μια μικρή μείωση στον ΕΝΦΙΑ και στη φορολογία των επιχειρήσεων για να βγει η χώρα από την κρίση. Αυτά είναι ασπιρίνες. Χρειάζονται ριζοσπαστικά και γενναία μέτρα τομής, τα οποία όμως ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορεί ούτε καν να υπαινιχθεί, πόσο μάλλον να εξαγγείλει, καθώς είναι αφενός δέσμιος της παραδοσιακής πολιτευτικής νοοτροπίας που ποτέ δεν λέει δυσάρεστα στους πολίτες, αφετέρου δε σώγαμπρος σε ένα κόμμα που υπήρξε ο στυλοβάτης του πελατειακού κράτους και της οικονομίας του παρασιτισμού και της διαφθοράς, κόμμα το οποίο, με την πολιτεία του στην περίοδο 2004-2009, φέρει την κύρια ευθύνη που βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε. Είναι δυνατόν ο μηχανισμός αυτός, που παραμένει ανέπαφος και οι εκπρόσωποί του κάθονταν στην πρώτη σειρά όταν εξήγγελλε το πρόγραμμά του, να τον αφήσουν να προχωρήσει σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις;».
Συμφωνείτε με την άποψη ότι, με μια δόση υπερβολής, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι «βγάζουν» κυβερνήσεις στην Ελλάδα; Πώς θα λέγατε ότι επιδρούν οι κοινωνικοί συσχετισμοί στο μίγμα της διακυβέρνησης;
«Δεν νομίζω ότι την κυβέρνηση την “έβγαλαν” συνταξιούχοι και δημόσιοι υπάλληλοι, ούτε και οι έρευνες δείχνουν κάτι τέτοιο. Την κυβέρνηση προώθησε στην εξουσία όλο το παλιό πολιτικό κατεστημένο, δηλαδή ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., με την ανευθυνότητά του και την αδυναμία του να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό για το τι πραγματικά συμβαίνει. Ο λαός από αυτούς τους δύο είχε μάθει μερικά πράγματα τελείως λανθασμένα, ότι δηλαδή μπορείς να ζεις στο διηνεκές ανάλογα με τις επιθυμίες σου και όχι ανάλογα με τις δυνατότητές σου και την παραγωγή σου. Βλέποντας, λοιπόν, ότι τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν πλέον τις επαγγελίες τους, θεώρησε, παρακινημένος και από την άκρατη δημαγωγία που κυριάρχησε στην ελληνική κοινωνία από το 2010 και μετά, ότι αυτή η αδυναμία οφείλεται στο ότι τα κόμματα αυτά “πουλήθηκαν” στους ξένους.
Και, συνεπώς, εξέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρούσε -λανθασμένα- πως δεν ήταν μέρος του συστήματος, για να ξαναφέρει τις παλιές καλές μέρες όπου έπαιρνες αύξηση ανεξαρτήτως της πορείας της οικονομίας, διοριζόσουν εύκολα στο Δημόσιο, άνοιγες ένα μαγαζί με εισαγόμενα και τον πρώτο χρόνο είχες κάνει απόσβεση, έπαιρνες σύνταξη πριν καν βγάλεις μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου και ούτω καθεξής. Το δράμα είναι ότι αυτή η πεποίθηση, ότι ο “παλιός κόσμος είναι εφικτός”, συνεχίζει να κυριαρχεί στον ελληνικό λαό, ο οποίος απλώς πιστεύει πλέον ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ πουλήθηκε με τη σειρά του “στους ξένους επιβουλείς”. Συνιστά όχι μόνο αδιέξοδο πολιτικαντισμό, αλλά πράξη προδοσίας προς το έθνος το ότι τα δύο κυρίαρχα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης κόμματα εξακολουθούν να μη λένε την αλήθεια στο λαό, αποδεχόμενα ότι δημαγωγούσαν και εψεύδοντο, εξηγώντας του ταυτόχρονα ότι πρέπει να αλλάξει την αντίληψή του για τα πράγματα, αλλά επενδύουν για την “επάνοδό τους στο κράτος” στη μη αναστρέψιμη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ λόγω αναντιστοιχίας μεταξύ των δημαγωγικών υποσχέσεων που αφειδώς έδωσε και της σκληρής πραγματικότητας».
Πώς θα συνοψίζατε τις βασικές παρεμβάσεις που έχει ανάγκη σήμερα η ελληνική οικονομία ώστε να υποστεί επιτέλους ένα θετικό σοκ;
«Αυτό είναι κάτι που έχω πει και ξαναπεί. Οι παρεμβάσεις είναι απλές αλλά και πολύ δύσκολες για την επικρατούσα νοοτροπία. Ριζική ρύθμιση των κόκκινων δανείων με αποφασιστικές κινήσεις που έστω κι αν δεν είναι αποδεκτές από την κυριαρχούσα δημαγωγία θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού με εξορθολογισμό και προσαρμογές των συντάξεων στις πραγματικές εισφορές του πρότερου εργασιακού βίου κάθε συνταξιούχου, σαρωτική μεταρρύθμιση του Δημοσίου με εξοστρακισμό κάθε σπατάλης ή και σφετερισμού του δημοσίου χρήματος, απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και εργασίας και μείωση της φορολογίας σε επίπεδο τέτοιο ώστε να είμαστε ανταγωνιστικοί όχι μόνο σε σχέση με τις βαλκανικές χώρες αλλά και με χώρες όπως η Ιρλανδία. Το κυριότερο όμως είναι ένα: να οριστεί η ανεργία ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και να υπαχθούν όλα τα άλλα θέματα ως εργαλεία οικονομικής πολιτικής στην προσπάθεια καταπολέμησής της».