Αυστηρό μήνυμα προς το Βερολίνο και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποστέλλει ο α’ αντιπρόεδρος του ΔΝΤ, Ντέιβιντ Λίπτον, διαψεύδοντας παράλληλα, τις αναφορές περί συμφωνίας για τη συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα της Ελλάδος.
Αυστηρό μήνυμα προς το Βερολίνο και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποστέλλει ο α’ αντιπρόεδρος του ΔΝΤ, Ντέιβιντ Λίπτον, διαψεύδοντας παράλληλα, τις αναφορές περί συμφωνίας για τη συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα της Ελλάδος.
Σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα «Süddeutsche Zeitung», ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΔΝΤ αποσαφηνίζει ότι «δεν έχουμε καταλήξει ακόμα σε συμφωνία για τη συμμετοχή του ΔΝΤ» και καθιστά σαφές ότι «το Ταμείο δεν αποδέχεται τις διορίες».
Ο ίδιος παράλληλα, σημειώνει ότι το ΔΝΤ συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους, προκειμένου να συγκεκριμενοποιηθούν οι όροι, υπό τους οποίους το Ταμείο θα στηρίξει την Ελλάδα.
Προϋπόθεση ωστόσο, αποτελεί α) να χαραχθεί μια πορεία με συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους και β) να υπογραφεί συμφωνία για πολιτικές και οικονομικές δεσμεύσεις.
«Η απάτη του Β. Σόιμπλε»
Με αφορμή τη συνέντευξη του Λίπτον, η Süddeutsche Zeitung επιτίθεται στον Σόιμπλε, τονίζοντας τα εξής: «Ήρθε η ώρα να πει την αλήθεια. Εδώ και τρία χρόνια το ΔΝΤ δεν χορηγεί πιστώσεις στην Ελλάδα, η οποία έχει σχεδόν αποπληρώσει τα δάνεια που έχει λάβει από το Ταμείο.
»Οι Ευρωπαίοι αποτρέπουν εδώ και καιρό με δικά τους χρήματα, σχέδιο για μια χρεοκοπία της Ελλάδας. Δεν χρειάζονται πια το ΔΝΤ, επειδή τόσο ο ESM όσο και οι Ευρωπαίοι ειδικοί διαθέτουν πλέον την απαιτούμενη εμπειρία».
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, συνεχίζει η εφημερίδα, επιθυμεί τη συμμετοχή του Ταμείου για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. «Τη χρειάζεται για να νομιμοποιήσει έναντι του γερμανικού πληθυσμού και της Βουλής, τις πιστώσεις που χορηγεί η Γερμανία στην Ελλάδα.
»Σε περίπτωση που το Ταμείο πει “όχι” σε μια συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, τότε θα γίνει εμφανές στον προεκλογικό αγώνα αυτό που ήδη γνωρίζει ο Σόιμπλε, αλλά δεν λέει στους ψηφοφόρους: ότι η Αθήνα θα χρειαστεί, για μεγάλο διάστημα, εμβάσματα δισεκατομμυρίων προκειμένου να παραμείνει στην Ευρωζώνη».