Σενάριο κατάθεσης του μεσοπρόθεσμου προγράμματος για την περίοδο 2017-2020 με διπλό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος -το 2% που καλύπτει την εξαγγελία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και το 3,5% που αποτελεί απαίτηση των θεσμών, ειδικά της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης- επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Η προώθηση της συγκεκριμένης λύσης υπακούει περισσότερο σε πολιτικούς και διαπραγματευτικούς λόγους και λιγότερο σε οικονομικούς.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Σενάριο κατάθεσης του μεσοπρόθεσμου προγράμματος για την περίοδο 2017-2020 με διπλό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος -το 2% που καλύπτει την εξαγγελία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και το 3,5% που αποτελεί απαίτηση των θεσμών, ειδικά της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης- επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Η προώθηση της συγκεκριμένης λύσης υπακούει περισσότερο σε πολιτικούς και διαπραγματευτικούς λόγους και λιγότερο σε οικονομικούς.
Η κυβέρνηση είχε βρεθεί από το καλοκαίρι σε αδιέξοδο. Ενώ το μνημόνιο ορίζει ρητά ότι το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα με τις προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας μέχρι και το 2020 θα έπρεπε να έχει κατατεθεί στη Βουλή από το καλοκαίρι, η διαδικασία «κόλλησε» στην πρόβλεψη του πρωτογενούς πλεονάσματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού πραγματοποιήθηκε σειρά επαφών με Ευρωπαίους αξιωματούχους προκειμένου να διατυπωθεί και επίσημα το ελληνικό αίτημα για μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2018 οπότε και λήγει το 3ο μνημόνιο.
Ανταπόκριση στο ελληνικό αίτημα δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής, κάτι που διαφάνηκε μέσα και από τις επίσημες δηλώσεις. Τόσο ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ όσο και ο Γάλλος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί διαμήνυσαν και δημόσια στην ελληνική κυβέρνηση ότι δεν πρέπει να θέσει επίσημα θέμα διαπραγμάτευσης για το πρωτογενές πλεόνασμα. Από την άλλη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φάνηκε να συντάσσεται με το συγκεκριμένο ελληνικό αίτημα, κάνοντας μάλιστα ρητή αναφορά και στην πρόσφατη έκθεση για την ελληνική οικονομία που συντάχθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του ΔΝΤ. Στο κείμενο αναφέρεται κατηγορηματικά η ίδια θέση του ΔΝΤ που είχε συμπεριληφθεί και στην έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους του περασμένου Μαΐου: Η ελληνική οικονομία δεν είναι σε θέση να παράξει επί μακρόν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5%.
Παρά τις πιέσεις των Ευρωπαίων, ο Αλέξης Τσίπρας κράτησε ψηλά το θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος κάνοντας συγκεκριμένη αναφορά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης: μίλησε για την ανάγκη πτώσης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% για το 2019 (έτος που περιλαμβάνεται στο μεσοπρόθεσμο), υποστηρίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθεί ο «δημοσιονομικός χώρος» που θα επιτρέψει την ενίσχυση των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και τη στήριξη της ανάπτυξης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το σενάριο για τον «διπλό στόχο» έρχεται να δώσει λύση στο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί και να ανοίξει τον δρόμο για την κατάθεση του μεσοπρόθεσμου. Η κυβέρνηση δεν θα εμφανιστεί ότι υποχωρεί στις πιέσεις των Ευρωπαίων και ουσιαστικά θα παραπέμψει το θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος να συζητηθεί μαζί με το θέμα του χρέους στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης. Όσον αφορά τον χρόνο κατάθεσης του μεσοπρόθεσμου στη Βουλή, αρμόδιες κυβερνητικές πηγές άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο αυτό να γίνει ακόμη και εξαιρετικά σύντομα.
Τη Δευτέρα στη Βουλή το προσχέδιο προϋπολογισμού
Τη Δευτέρα θα κατατεθεί σε κάθε περίπτωση στη Βουλή -άλλωστε αποτελεί συνταγματική υποχρέωση- το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2017. Θα στηριχθεί στην πρόβλεψη ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,7% και ότι θα πρέπει να παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% ή 3,2 δισ. ευρώ όπως αναφέρει άλλωστε και το μνημόνιο. Στο προσχέδιο θα ενσωματωθούν οι αποδόσεις των μέτρων που έχουν προγραμματιστεί για την επόμενη χρονιά συνολικού ύψους 4,3 δισ. ευρώ, ενώ τα φορολογικά έσοδα αναμένεται να εμφανιστούν αυξημένα συγκριτικά με το 2016 κατά 2,5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιμάται ότι θα κυμανθούν στα 47-48 δισ. ευρώ έναντι 44-45 δισ. ευρώ το 2016.