Αντίθετος στη χαλάρωση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων εμφανίζεται ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντέισεμπλουμ σε συνέντευξή του στην ολλανδική εφημερίδα «Trouw», υπό τον τίτλο: «Πολύ συχνά ρίχνουμε για τα πάντα την ευθύνη στο ευρώ».
Αντίθετος στη χαλάρωση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων εμφανίζεται ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντέισεμπλουμ σε συνέντευξή του στην ολλανδική εφημερίδα «Trouw», υπό τον τίτλο: «Πολύ συχνά ρίχνουμε για τα πάντα την ευθύνη στο ευρώ».
Ο Ολλανδός πολιτικός μιλάει για βελτίωση που παρουσιάζει η ευρωπαϊκή οικονομία, ωστόσο δεν παραλείπει να αναφέρει ότι «απέχουμε ακόμα πολύ από το να έχουμε ξεπεράσει όλα τα προβλήματα».
Κληθείς να σχολιάσει την τοποθέτηση του Γιούνκερ υπέρ μιας αποδέσμευσης των δαπανών για την παιδεία, από την «κρησάρα» του Συμφώνου Σταθερότητας, εκφράζει σκεπτικισμό λέγοντας πως «δεν αρνούμαι ότι τα κράτη οφείλουν να προστατεύουν τις δαπάνες τους για την παιδεία. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, ότι εδώ μιλάμε για λεφτά που πρέπει από κάπου να έλθουν, είτε μέσω δανεισμού, είτε από την αύξηση της φορολογίας», υπενθυμίζει.
Σύμφωνα με τον Ντέισεμπλουμ, «θα μπορούσε να υπάρξει μια εξαίρεση για περιπτώσεις όπου συντρέχουν ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. μια φυσική καταστροφή ή σεισμός με μεγάλο οικονομικό αντίκτυπο, σαν αυτόν που συνέβη στην Ιταλία». «Σε ό,τι όμως αφορά τις δαπάνες για την παιδεία ή άλλες επενδύσεις» συνεχίζει, «δεν πρέπει να τεθούν εκτός των κανόνων». «Σε μια τέτοια περίπτωση τι νόημα θα έχει να υπάρχουν πια δημοσιονομικοί κανόνες;» διερωτάται.
Σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες του από την επικείμενη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στην Μπρατισλάβα εκτιμά ότι «η ΕΕ πρέπει να δείξει ότι σε βασικά πράγματα, όπως είναι η ευμάρεια και η ασφάλεια, αναλαμβάνει δράση και δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου».
«Η συνθήκη του Σένγκεν αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα» εξηγεί.
«Έχουμε πει ότι πρέπει να άρουμε τα εσωτερικά σύνορα, δεν έχουμε όμως διασφαλίσει ότι τα εξωτερικά σύνορα βρίσκονται υπό έλεγχο» προσθέτει. «Δεν υποστηρίζω τα κλειστά σύνορα, αλλά πιστεύω ακράδαντα πως τα σύνορα πρέπει να είναι υπό έλεγχο», διευκρινίζει.
«Αυτό άλλωστε αποτελεί την πιο θεμελιώδη κριτική που ασκείται σε βάρος της Ευρώπης: Ότι δηλαδή κάνει βήματα προς τα μπρος, αλλά όχι ολοκληρωμένα. Το οικοδόμημα γίνεται διαρκώς μεγαλύτερο, με περισσότερα μέλη και περισσότερες αρμοδιότητες, αλλά τα δομικά υλικά εξασθενούν» συμπληρώνει.
«Θα ήταν πολύ καλό να ολοκληρώνουμε τα πράγματα για τα οποία έχουμε συμφωνήσει. Η φύλαξη των συνόρων θα έπρεπε να είναι κορυφαία προτεραιότητά μας, όπως και μια καλύτερη συνεργασία για τα θέματα τρομοκρατίας» σημειώνει. «Από την άλλη μεριά, η τραπεζική ένωση τυγχάνει ευρύτερης αποδοχής και όλοι συμφωνούν ότι είναι ένα από τα πιο σημαντικά εγχειρήματα που έχει αναλάβει η ΕΕ, γιατί όμως παραμένει ημιτελής;» διερωτάται.
Ερωτηθείς εξάλλου, για το τι θα συμβεί εάν καμία χώρα δεν θελήσει να πληρώσει επιπλέον, προκειμένου να καλυφθεί το κενό που θα αφήσει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό η αποχώρηση της Βρετανίας, ο Ντάιζεμπλουμ αναφέρει ότι «σε μια τέτοια περίπτωση, η Ευρώπη πρέπει να κάνει περικοπές».
Θεωρεί ότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο, το Brexit θα μπορούσε να αποδειχτεί μια ιδανική ευκαιρία για να μειωθούν οι αγροτικές επιδοτήσεις, προς όφελος της καινοτομίας και της ενίσχυσης των πραγματικών υποδομών της οικονομίας. Υπό την έννοια αυτή, δεν αρνείται ότι το Brexit μπορεί να αποτελέσει μάνα εξ ουρανού: «Συχνά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι περισσότερες κρίσεις προσφέρουν μια ευκαιρία για να βελτιωθούν τα πράγματα. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, βιώσαμε τόσο με την τραπεζική κρίση, όσο και με την οικονομική κρίση» καταλήγει.