Μετά την άνοδό του πάνω από τα 1,35 δολάρια κατά τους τελευταίους μήνες του 2004, το ευρώ κυμαίνεται, το 2005, μέχρι στιγμής, ανάμεσα στα 1,28 και 1,30 δολάρια.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, η πορεία αυτή σε μεγάλο βαθμό αντανακλά τις αντικρουόμενες επιδράσεις στην ισοτιμία λόγω των τελευταίων εξελίξεων στις οικονομίες της ευρωζώνης και των ΗΠΑ.
Η ισχυρότερη ανάκαμψη και τα υψηλότερα επιτόκια ευνοούν το δολάριο, ενώ το διευρυνόμενο εξωτερικό έλλειμμα των ΗΠΑ ευνοεί το ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, το κρίσιμο ερώτημα είναι: «Η περίοδος ανόδου του ευρώ έναντι του δολαρίου έχει τελειώσει;»
Σύμφωνα με την ανάλυση Euro area monthly (April 2005) της Εθνικής, «οι προσδοκίες της αγοράς για υψηλότερη ανάπτυξη και πληθωρισμό στις ΗΠΑ (που με τη σειρά τους οδηγούν σε άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων παρέμβασης) αποτελούν τον παράγοντα-κλειδί, ενισχύοντας προσωρινά το δολάριο. Ωστόσο, καθώς διαχρονικά η ανησυχία όσον αφορά τη χρηματοδότηση του ελλείμματος ισοζυγίου πληρωμών των ΗΠΑ θα κυριαρχήσει στις αγορές, το ευρώ αναμένεται να ανακάμψει προσεγγίζοντας τα 1,40 δολάρια στο τέλος του 2005.
Ως πρώτη προσέγγιση, εκτιμήσαμε το επίπεδο στο οποίο θα ισορροπήσει η ισοτιμία ευρώ έναντι του δολαρίου μακροχρόνια. Οι βασικοί προσδιοριστικοί παράμετροι της ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου αφορούν τη συγκριτική πορεία των δύο οικονομιών, στους τομείς της παραγωγικότητας, του πληθωρισμού, των μακροχρονίων επιτοκίων και των χρηματιστηριακών δεικτών.
Όσον αφορά την ανάκαμψη των δύο οικονομιών, ο ρυθμός ανάπτυξης στις ΗΠΑ επιταχύνθηκε στο 4,4% το 2004 (από 3% το 2003) με κινητήρια δύναμη τις ισχυρές πάγιες επενδύσεις και την σταθερά υψηλή ιδιωτική κατανάλωση. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο ρυθμός ανάπτυξης στην ευρωζώνη αποδείχτηκε κατώτερος των προσδοκιών (1.8% το 2004 από 0,5% το 2003), κυρίως λόγω της χαμηλής κατανάλωσης.
Επιπλέον, η ανάπτυξη προβλέπουμε να επιβραδυνθεί το 2005 και στις δύο οικονομίες, στο 1,6% στην ευρωζώνη και στο 3,5% στις ΗΠΑ. Καθώς η απασχόληση αναμένουμε να αυξηθεί περαιτέρω στις ΗΠΑ και να παραμείνει σχεδόν σταθερή στην ευρωζώνη, η διαφορά παραγωγικότητας υπέρ των ΗΠΑ εκτιμάμε ότι θα συρρικνωθεί στο 0,4% το 2005 (από 2,5% το 2004 και 3% το 2003).
Παράλληλα, οι πληθωριστικές πιέσεις είναι χαμηλότερες στην ευρωζώνη, καθώς η ανοδική επίδραση των υψηλών τιμών πετρελαίου αντισταθμίζεται πλήρως από τις επιδράσεις της ασθενικής ζήτησης, του ισχυρού ευρώ και του χαμηλού κόστους εργασίας. Ωστόσο, στις ΗΠΑ οι υψηλές τιμές πετρελαίου, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κόστος εργασίας και την υψηλή ζήτηση, έχουν εκτοξεύσει τον γενικό δείκτη πληθωρισμού πάνω από το 3% κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, ενώ επιτάχυναν τον δομικό πληθωρισμό πάνω από το 2% κατά το ίδιο διάστημα.
Με δεδομένη την ισχυρή ανάκαμψη στις ΗΠΑ, τα μακροχρόνια επιτόκια παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα της τάξης του 4,5%. Ωστόσο, η διαφορά των αμερικανικών από τα ευρωπαϊκά επιτόκια για τα δεκαετή κρατικά ομόλογα διευρύνθηκε στις 80 μονάδες βάσης από 10 μονάδες βάσης το Σεπτέμβριο του 2004, αντανακλώντας τις προσδοκίες για ασθενέστερη ανάπτυξη και πληθωρισμό στην ευρωζώνη. Καθώς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αναμένεται να συνεχίσει να ακολουθεί πιο επιθετική νομισματική πολιτική σε σχέση με την ΕΚΤ, τα μακροχρόνια επιτόκια εκτιμάμε ότι θα αυξηθούν στο 4,9% στις ΗΠΑ και στο 4,0% στην ευρωζώνη μέχρι τέλους του έτους.
Παρά την ισχυρότερη ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ και τα υψηλότερα εταιρικά κέρδη, τα χρηματιστήρια στην ευρωζώνη ανέβηκαν περισσότερο σε σχέση με των ΗΠΑ (11% έναντι 6% σε όρους εγχώριου νομίσματος κατά τους τελευταίους 12 μήνες). Για το υπόλοιπο του 2005, οι χρηματιστηριακοί δείκτες στις δύο οικονομικές περιοχές αναμένουμε να ακολουθήσουν παράλληλη πορεία.
Συνοψίζοντας, οι υψηλότερες πληθωριστικές πιέσεις στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την εντονότερη άνοδο των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, αντιστάθμισαν πλήρως την επίδραση της μεγαλύτερης παραγωγικότητας και των υψηλότερων επιτοκίων των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα η εκτίμησή μας για τη μακροχρόνια ισοτιμία του ευρώ να διαμορφωθεί στα 1,20 δολάρια ($0,10 υψηλότερη σε σχέση με τις εκτιμήσεις μας πριν από ένα χρόνο). Σύμφωνα με τις προβλέψεις μας για τους παραπάνω προσδιοριστικούς παράγοντες, το μακροχρόνιο επίπεδο της ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου αναμένεται να παραμείνει σταθερό για το υπόλοιπο του έτους.
Περαιτέρω, η ανάλυση μας καταδεικνύει ότι η βραχυχρόνια δυναμική πορεία της ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου προς το μακροχρόνιο επίπεδό της επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, το οποίο προσέγγισε το 6,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2004 από 4,2% το 2000. Δεδομένου ότι το εξωτερικό έλλειμμα των ΗΠΑ οφείλεται στην χαμηλή αποταμίευση των νοικοκυριών και στο υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, δεν αναμένουμε να περιοριστεί σημαντικά εντός του επομένου έτους.
Παράλληλα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν σημάδια κορεσμού όσον αφορά την απορρόφηση αμερικανικών ομολόγων, η ανησυχία για τη χρηματοδότηση (και άρα τη διατηρησιμότητα) του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ αυξάνεται. Πιο συγκεκριμένα, οι ιδιώτες-επενδυτές καλύπτουν ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα του ελλείμματος και συνεπώς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την πορεία του δολαρίου.
Συνεπώς, για να διατηρηθεί η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου στα τρέχοντα επίπεδα, πρέπει τα μακροχρόνια επιτόκια των ΗΠΑ να υπερβούν κατά πολύ τις σημερινές μας προβλέψεις (4,9% στο τέλος του έτους). Συγκεκριμένα, εκτιμάμε ότι η διαφορά των αμερικανικών από τα ευρωπαϊκά επιτόκια θα πρέπει να προσεγγίσει τις 225 μονάδες βάσης (από 80 μονάδες βάσης σήμερα) για να σταθεροποιηθεί το ευρώ στα 1,25-1,30 δολάρια. Καθώς η πιθανότητα πραγματοποίησης αυτού του ενδεχομένου είναι εξαιρετικά μικρή, η ισχυροποίηση του δολαρίου κατά τους τελευταίους μήνες αναμένεται να είναι προσωρινή.
Συνεπώς, ενσωματώνοντας την πρόβλεψη ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα διατηρηθεί στο 6,5%-7% του ΑΕΠ κατά το 2005, εκτιμάμε ότι το ευρώ θα προσεγγίσει τα 1,40 δολάρια μέχρι το τέλος του έτους ($0,20 υψηλότερα από το μακροχρόνιο επίπεδο της ισοτιμίας του ευρώ)».