Από τους θεσμούς θα πρέπει να περάσει η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να διανείμει ως «κοινωνικό μέρισμα» το ποσό που θα εισπραχθεί από τη μεταβίβαση του τιμήματος για τις τηλεοπτικές άδειες -246 εκατ. ευρώ- στους τέσσερις πλειοδότες.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Από τους θεσμούς θα πρέπει να περάσει η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να διανείμει ως «κοινωνικό μέρισμα» το ποσό που θα εισπραχθεί από τη μεταβίβαση του τιμήματος για τις τηλεοπτικές άδειες -246 εκατ. ευρώ- στους τέσσερις πλειοδότες.
Για να εγκριθεί η όποια παροχή από το «κουαρτέτο», η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι εκπληρώνονται οι βασικοί δημοσιονομικοί στόχοι του έτους (0,5% για το 2016 και 1,75% για το 2017) και ότι με τα πρόσθετα εισπραχθέντα ποσά προκύπτει υπέρβαση. Από το ποσό δε της υπέρβασης, το 40% μπορεί να κατευθυνθεί για παροχές, καθώς το υπόλοιπο -βάσει μνημονίου- πρέπει να δοθεί για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους.
Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες παροχές ανακοινώσει ο πρωθυπουργός -βάσει των όσων προανήγγειλε ο ίδιος- στη ΔΕΘ, θα έχουν εφάπαξ χαρακτήρα και θα δοθούν με δόσεις. Με δόσεις άλλωστε θα εισπραχθεί -εφόσον ολοκληρωθεί η διαδικασία- και το τίμημα των αδειών: 82 εκατ. ευρώ μέσα στο 2016, επιπλέον 82 εκατ. ευρώ το 2017 και άλλα τόσα μέχρι το τέλος του 2018. Όσον αφορά τον εφάπαξ χαρακτήρα των όποιων παροχών, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς και το έσοδο από τις τηλεοπτικές άδειες θα εισπραχθεί άπαξ.
Η ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών αποτελεί μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς πολλά από τα μέτρα που ενεργοποίησε από τον Ιούλιο του 2015 και μετά, είχαν οριζόντιο χαρακτήρα και ενίσχυσαν τα ποσοστά της φτώχειας:
1. Η αύξηση του συντελεστή υπολογισμού της εισφοράς υγείας για κύριες και επικουρικές συντάξεις είχε ως αποτέλεσμα να θιγούν όλοι ανεξαρτήτως οι συνταξιούχοι, ακόμη και αυτοί με εισοδήματα στα όρια της φτώχειας.
2. Η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ, επίσης, σπρώχνει τους συνταξιούχους κοντά στο όριο της φτώχειας, καθώς στερεί έως και 2.760 ευρώ τον χρόνο από συνταξιούχους με εισόδημα κάτω των 8.000-9.000 ευρώ.
3. Οι αυξήσεις έμμεσων φόρων χτυπούν περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Έχει ήδη καταργηθεί το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ στα περισσότερα νησιά, έχει αυξηθεί ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ κατά μία μονάδα (από το 23% στο 24%), ενώ εκατοντάδες προϊόντα και υπηρεσίες -μεταξύ των οποίων και είδη ευρείας κατανάλωσης- μεταφέρθηκαν από το 13% στο 23%. Αυξήθηκε ο ειδικός φόρος κατανάλωσης σε καφέ και μπίρα, ενώ επίκεινται οι αυξήσεις σε καύσιμα (και πετρέλαιο θέρμανσης) και τσιγάρα.
4. Ψαλιδίστηκε κατά 50% το επίδομα θέρμανσης από την περασμένη χρονιά, μέτρο που επίσης στέρησε 105 εκατ. ευρώ από τις ασθενέστερες τάξεις.
Σε πρόσφατη ομιλία του, ο πρωθυπουργός είχε αναφερθεί στην πρόβλεψη ότι μέσα στο 2016 θα ενισχυθούν οι δαπάνες του κοινωνικού προϋπολογισμού περίπου κατά 830 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το ποσό αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο παροχές, αλλά και τις δαπάνες για την αποπληρωμή των οφειλών στα νοσοκομεία, κοινωνικούς φορείς κ.λπ. Δηλαδή, τα δάνεια που έλαβε ή θα λάβει η Ελλάδα από τον μηχανισμό, προκειμένου να αποπληρώσει χρέη των νοσοκομείων, εμφανίζονται ως αυξημένες κοινωνικές δαπάνες.
Η κυβέρνηση έχει απευθυνθεί στους θεσμούς με αίτημα περαιτέρω αύξησης των κοινωνικών δαπανών από τον περασμένο Μάιο, όταν και «κλείδωσε» ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 διαμορφώνεται στο 0,75% έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 0,25%. Από τότε το οικονομικό επιτελείο έχει ζητήσει να ενεργοποιηθεί η μνημονιακή ρήτρα και να επιτραπεί στην Ελλάδα να διανείμει το 40% του πρόσθετου πλεονάσματος, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση ανέρχεται κοντά στο ένα δισ. ευρώ.
Συμφωνία επί του συγκεκριμένου θέματος προς το παρόν δεν έχει υπάρξει και η κυβέρνηση έχει προχωρήσει μέχρι τώρα μόνο στη διάθεση των 50 εκατ. ευρώ που είναι το κόστος για τα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ των δικαιούχων του ΕΚΑΣ (σ.σ.: το κόστος από την περικοπή του επιδόματος ξεπερνά φέτος τα 200 εκατ. ευρώ, ενώ από του χρόνου το κόστος θα ξεπεράσει τα 550 εκατ. ευρώ).
Σε εκκρεμότητα έχει μείνει και το θέμα της χρηματοδότησης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, μέτρο το οποίο προϋποθέτει την εξεύρεση πόρων ύψους τουλάχιστον 900 εκατ. ευρώ. Το μνημόνιο επιβάλλει την εξεύρεση λύσης μέσα στο 2016. Η κυβέρνηση φέρεται να έχει προτείνει εναλλακτικές λύσεις χρηματοδότησης, ωστόσο οι θεσμοί φέρονται να επιμένουν στα όσα αναφέρει το μνημόνιο, το οποίο προβλέπει ότι η χρηματοδότηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα πρέπει να γίνει με περικοπή άλλων κοινωνικών δαπανών.
Επιδείνωση της φτώχειας
Τα στατιστικά στοιχεία της φτώχειας αναμένεται να επιδεινωθούν την επόμενη χρονιά (αλλά και τη μεθεπόμενη), καθώς στα εισοδήματα του 2015 και του 2016 θα επιδράσουν τα μέτρα που ελήφθησαν από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι τώρα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής:
1. 230.774 παιδιά και νέοι ηλικίας έως 17 ετών ζούσαν το πρώτο τρίμηνο του 2016 σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο. Επίσης, σε νοικοκυριά χωρίς εισόδημα ζούσαν το πρώτο τρίμηνο και 1.052.802 άτομα ηλικίας 18 έως 60 ετών.
2. Το 21,4% του πληθυσμού της χώρας αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2015, ακόμη και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Είναι ενδεικτικό ότι το όριο της φτώχειας έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας την πτωτική πορεία του ΑΕΠ. Από τις 7.178 ευρώ το 2010, υποχώρησε στα 4.512 ευρώ το 2015.
Ο κίνδυνος φτώχειας πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται στο 25,5% για το 2015 (σ.σ.: είναι υπολογισμένος με βάση τα εισοδήματα του 2014 και θα επιδεινωθεί μόλις χρησιμοποιηθούν τα εισοδήματα του 2015). Στο 32,6% ανέρχεται ο κίνδυνος φτώχειας για τους νέους έως 17 ετών (πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), ενώ στα άτομα ηλικίας από 18 έως 64 ετών διαμορφώνεται στο 26,4%.
3. Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανήλθε στα 3,828 εκατομμύρια άτομα το 2015 έναντι περίπου τριών εκατομμυρίων το 2009 και το 2010. Ο πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 1,111 εκατομμύριο άτομα.
4. Το ποσοστό του πληθυσμού που υφίσταται υλικές στερήσεις έχει φτάσει στο 39,9% (από 23% το 2009). Στους νέους ηλικίας έως 17 ετών έχει εκτιναχθεί στο 44,5%, ενώ στα άτομα ηλικίας από 18 έως 64 έχει φτάσει στο 41,5% (από 21,8% το 2009).