Η εικόνα κατάρρευσης των εξαγωγών στο α’ 6μηνο του έτους είναι εν μέρει παραπλανητική, καθώς οφείλεται κατά κύριο λόγο στον τομέα των πετρελαιοειδών, εν μέσω της χαμηλής πτήσης στις διεθνείς τιμές.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η εικόνα κατάρρευσης των εξαγωγών στο α’ 6μηνο του έτους είναι εν μέρει παραπλανητική, καθώς οφείλεται κατά κύριο λόγο στον τομέα των πετρελαιοειδών, εν μέσω της χαμηλής πτήσης στις διεθνείς τιμές.
Ωστόσο, η διόλου ευκαταφρόνητη πτώση (-1,4%) στα υπόλοιπα εξαγώγιμα προϊόντα φέρνει και πάλι στην επιφάνεια την αποτυχία της Ελλάδας να επιτύχει τον κεντρικό στόχο της προσαρμογής, που δεν είναι άλλος από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ουσιαστική αύξηση της εξωστρέφειας στην ελληνική οικονομία.
Επτά χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης, επιχειρηματικοί φορείς εκπέμπουν SOS, αναδεικνύοντας τον εξαγωγικό τομέα ως μίνιμουμ πεδίο συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων.
Τα πρώτα χρόνια της ύφεσης στην ελληνική οικονομία το επίπεδο των εξαγωγών αντιστάθηκε, όσο οι ελληνικές εταιρείες στρέφονταν σε ξένες αγορές για να επιβιώσουν. Στο πρώτο 6μηνο του 2015 καταγράφηκε μια μικρή τόνωση της εξαγωγικής δραστηριότητας, πορεία η οποία αντιστράφηκε το β’ 6μηνο του 2015 και σαφώς επιδεινώθηκε το 2016.
Την περίοδο Ιαν.-Ιουν. 2016, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, η συνολική αξία των εξαγωγών υποχώρησε κατά 8,1% και κάτω από το όριο των 12 δισ. ευρώ (11,8 δισ. ευρώ φέτος, έναντι 12,8 δισ. ευρώ του 6μήνου του 2015).
Πρόκειται για τις χαμηλότερες επιδόσεις από το 2012. Μείωση προκύπτει ακόμη κι αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή
(-1,4% ή 119 εκατ. ευρώ λιγότερα σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό 6μηνο).
Πέρα από τους εξωγενείς παράγοντες που αναπόφευκτα επιδρούν στις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας, από τις διακυμάνσεις των τιμών έως τις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στους κατά τόπους εμπορικούς προορισμούς, υπάρχει μια πληθώρα ενδογενών παραγόντων που σχετίζονται με την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής ηγεσίας.
Αυτοί συνοψίζονται στην έλλειψη ρευστότητας, στα capital controls, στις υψηλές οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες, στις καθυστερήσεις ως προς την ενεργοποίηση του ΕΣΠΑ και του αναπτυξιακού νόμου, στα «κόκκινα» δάνεια και στην υπερφορολόγηση.
Εξάλλου, εκτιμήσεις, οι οποίες πάντως είναι δύσκολο να τεκμηριωθούν με ανάλογα στοιχεία, θέλουν ελληνικές επιχειρήσεις (κυρίως υπηρεσιών) να τιμολογούν (μέσω θυγατρικών) στο εξωτερικό, μπροστά στα δυσβάσταχτα βάρη που επιφυλάσσει για τις εμπορικές τους συναλλαγές το ελληνικό περιβάλλον.
Στον βαθμό που αυτό συμβαίνει, οι αντίστοιχες εξαγωγές δεν πιστώνονται στο ενεργητικό της ελληνικής οικονομίας.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ελλάδα δεν παραμένει απλώς, αλλά καθίσταται ακόμη πιο κλειστή οικονομία, καθώς η συμμετοχή στο ΑΕΠ των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών βαίνει μειούμενη.
Η οικονομική ελευθερία έχει μειωθεί συνολικά κατά 9,5 μονάδες από το 2010, με την ελληνική να αποτελεί τη λιγότερο ανταγωνιστική αγορά στην Ε.Ε. Σημειωτέον, εκτιμήσεις θέλουν κάθε 4 μονάδες αύξησης των εξαγωγών να συνεπάγονται 1 μονάδα αύξησης του ΑΕΠ.
«Το 2015 ο βαθμός ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο (σύνολο εισαγωγών και εξαγωγών ως % ΑΕΠ) υπολογίζεται σε 59%, όταν για την Ιρλανδία ανέρχεται σε 217%.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην προτελευταία θέση σε εξαγωγική επίδοση (εξαγωγές αγαθών ως % ΑΕΠ), η οποία για το α’ τρίμηνο 2016 ανέρχεται σε 14% έναντι 33% στην Ε.Ε.-28», υπογραμμίζουν φορείς όπως ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βόρειας Ελλάδας.
Πάντως, πέρα από τον αντίκτυπο των εκάστοτε πολιτικών χειρισμών, οι οποίοι έχουν διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην αγορά, ιδίως το 2015, δεδομένες θα πρέπει να θεωρούνται και οι παθογένειες που συναντά κανείς στους κόλπους της ελληνικής επιχειρηματικότητας, με κύρια χαρακτηριστικά την έλλειψη στρατηγικής και branding, καθώς και την απροθυμία ανάληψης ρίσκου για εξωστρεφείς επενδύσεις.
Δομικές παθογένειες
Οι χρόνιες παθογένειες του ιδιωτικού τομέα εξηγούν με τη σειρά τους τη χαμηλή πτήση των ελληνικών εξαγωγών. Όπως έλεγε στη «Ν» ο συγγραφέας του βιβλίου «Το Αόρατο Ρήγμα», Αρίστος Δοξιάδης, εκτός από το μικρό τους μέγεθος, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι σε μεγάλο βαθμό οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν εμπιστεύονται ευθύνες και πρωτοβουλίες σε επαγγελματικά στελέχη με διαφορετικές ικανότητες από αυτές της οικογένειας. Επίσης, οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα ήταν αυτές που δούλευαν με το κράτος. Επιπλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν μάθει να χαράσσουν μία μακροπρόθεσμη στρατηγική πωλήσεων. Για να πουλά κανείς σε ξένες αγορές θα πρέπει να το «χτίζει» με τα χρόνια. Τώρα, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα καλούνται να το «χτίσουν» από τη μία μέρα στην άλλη.
Άγγελος Τσακανίκας, Διευθυντής Έρευνας ΙΟΒΕ: Οι επιπτώσεις από τις χαμηλές τιμές πετρελαίου
«Όταν οι τιμές του πετρελαίου ήταν υψηλές, η αξία ήταν επίσης υψηλότερη. Το αντίστροφο συμβαίνει τώρα. Λόγω των χαμηλότερων τιμών που μεσολάβησαν, οι ίδιες εξαγωγές σε τόνους έχουν χαμηλότερη αξία. Οι διεθνείς αξίες εμφανίζονται γενικότερα μειωμένες, σε διάφορα commodities, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε αυτό το επίπεδο για τον εξαγωγικό τομέα».
Χριστίνα Σακελλαρίδη, πρόεδρος ΠΣΕ: Τα capital controls μας έδεσαν τα χέρια
«Τα capital controls μας έβγαλαν από την κανονικότητα. Ήταν μεγάλη ανατροπή. Μας έδεσαν τα χέρια. Χρειάζεται άμεση άρση των capital controls, σίγουρα ένταξη και των εξαγωγικών επιχειρήσεων στις ειδικές διευκολύνσεις που σωστά προβλέπονται για τη ναυτιλία. Ζητείται μια εθνική εξαγωγική στρατηγική ως πεδίο συναίνεσης για όλα τα κόμματα. Μαθαίνουμε ότι η εξωστρέφεια δεν εντάσσεται στην ατζέντα του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Αναμένουμε με ενδιαφέρον».