Στις διαθέσεις της Γερμανίας μπλοκάρει ο σχεδιασμός της ελληνικής κυβέρνησης να «κλειδώσει» τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους μέχρι το τέλος του χρόνου, υπό την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης των δεκάδων προαπαιτούμενων τόσο για τη δόση των 2,8 δισ. ευρώ όσο και για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στις διαθέσεις της Γερμανίας μπλοκάρει ο σχεδιασμός της ελληνικής κυβέρνησης να «κλειδώσει» τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους μέχρι το τέλος του χρόνου, υπό την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης των δεκάδων προαπαιτούμενων τόσο για τη δόση των 2,8 δισ. ευρώ όσο και για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης.
Στο «γεύμα εργασίας» του Euro Working Group, το οποίο διήρκεσε μέχρι τα μεσάνυχτα της Τρίτης, τέθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, ανοικτά το θέμα «ελληνικό χρέος». Εκεί, το αίτημα της ελληνικής πλευράς, να εξειδικευτούν τουλάχιστον τα βραχυπρόθεσμα μέτρα μέχρι το τέλος του έτους, βρήκε ανταπόκριση -θετικά φέρεται να συνηγόρησε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης-, ωστόσο η γερμανική αντίδραση ήταν σθεναρή: εν όψει και των εκλογών στη Γερμανία το 2017, η γερμανική κυβέρνηση δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να ανοίξει τον δρόμο για λήψη οριστικών αποφάσεων, εκτιμώντας ότι δεν υπάρχει άμεση ανάγκη για κάτι τέτοιο. Εφόσον επιμείνει σε αυτή τη στάση, θα τεθεί υπό αμφισβήτηση και η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, καθώς από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού έχουν ξεκαθαρίσει ότι χρειάζονται εξειδίκευση της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο Eurogroup της 24ης Μαΐου προκειμένου να ολοκληρώσουν την έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους πάνω στην οποία θα στηριχθεί και η τελική απόφαση για τη συμμετοχή (ή μη) στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το θέμα «Ελλάδα» αναμένεται να μπει στην ατζέντα της συνεδρίασης του Eurogroup της 9ης Σεπτεμβρίου όχι μόνο σε ό,τι αφορά το ελληνικό χρέος, αλλά και σχετικά με την υπόθεση «Γεωργίου-ΕΛΣΤΑΤ». Όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, οι εταίροι αναμένεται να ζητήσουν από την ελληνική πλευρά μια δήλωση ότι τα στατιστικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκαν οι δανειακές συμβάσεις -και ειδικά η 3η και τρέχουσα δανειακή σύμβαση που ενσωματώνει και τη δέσμευση για το ελληνικό χρέος- είναι αξιόπιστα.
Ο σχεδιασμός της ελληνικής κυβέρνησης προβλέπει -μετά και τις επαφές που έγιναν τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες- τα εξής:
1. Να προχωρήσουν άμεσα όλα τα προαπαιτούμενα, καταρχήν για την εκταμίευση των 2,8 δισ. ευρώ και αμέσως μετά για τη β’ αξιολόγηση. Στόχος είναι τα 2,8 δισ. ευρώ να εκταμιευτούν τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου και αμέσως να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για τη β’ αξιολόγηση. Στο κρίσιμο θέμα των εργασιακών, η ελληνική πλευρά εμφανίζεται αισιόδοξη ότι θα εξασφαλίσει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δεν φαίνεται όμως να υπάρχει αντίστοιχη αισιοδοξία στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, οι οποίες και φαίνεται να «απελευθερώνονται». Τις επόμενες ημέρες θα δοθεί έμφαση στο να καμφθούν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να προχωρήσουν και τα προαπαιτούμενα που συνδέονται με τις αποκρατικοποιήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εγνατία, Ελληνικό κ.λπ.).
2. Να εξειδικευτούν μέχρι το τέλος του έτους τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος, βασική κατεύθυνση των οποίων είναι να περιοριστεί ο «επιτοκιακός κίνδυνος». Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία για το β’ τρίμηνο του 2016, το 69,1% του συνολικού χρέους -περίπου 226,6 δισ. ευρώ- τοκίζονται με κυμαινόμενο επιτόκιο. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι αν το επιτόκιο δανεισμού αυξηθεί -είτε κατόπιν απόφασης της ΕΚΤ είτε λόγω κάποιου έκτακτου γεγονότος- κατά μία ποσοστιαία μονάδα, οι τόκοι που θα πρέπει να καταβάλει η Ελλάδα -ανέρχονται αυτή τη στιγμή στα 5,7 δισ. ευρώ ετησίως και ενώ βρισκόμαστε σε περίοδο χάριτος- θα αυξηθούν κατά περίπου 2 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από 1% του ΑΕΠ. Όλο αυτό το ποσό θα πρέπει να καλύπτεται με πρόσθετο δανεισμό, καθώς προφανώς δεν θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το πρωτογενές πλεόνασμα. Υπάρχει και μια δεύτερη εκκρεμότητα, την οποία θέλει να κλείσει η κυβέρνηση για να δημιουργήσει προϋποθέσεις εξόδου στις αγορές: τα «βουνά» τόκων που πρέπει να πληρωθούν το 2021 και το 2022 (έως και 17 δισ. ευρώ ανά έτος). Η ελληνική επιχειρηματολογία αναφέρει ότι όσο υπάρχει αυτή η εκκρεμότητα, θα είναι περιορισμένες οι πιθανότητες οι ιδιώτες να δανείσουν την Ελλάδα μέσω της αγοράς των ομολόγων, η οποία παραμένει κλειστή, με τα επιτόκια να βρίσκονται πάνω από το 9%.
Το κέρδος που περιμένει να αποκομίσει η ελληνική πλευρά δεν περιορίζεται μόνο στην εξειδίκευση των βραχυπρόθεσμων μέτρων. Όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης αλλά και η εξειδίκευση της απόφασης του Εurogroup της 24ης Μαΐου -η οποία θα συντελέσει ώστε να θεωρηθεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος- θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να ενεργοποιήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Μια τέτοια κίνηση θα πολλαπλασιάσει τις πιθανότητες εξόδου στις αγορές μέσα στο 2017, κάτι που αν συμβεί θα μπορέσει να «πουληθεί» και πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας.
Όπως προαναφέρθηκε, όλος αυτός ο κυβερνητικός σχεδιασμός σκοντάφτει στον γερμανικό παράγοντα. Οι επόμενες εβδομάδες θεωρούνται εξαιρετικά κρίσιμες, καθώς, πέρα από τη συζήτηση για τα προαπαιτούμενα, θα εκτυλιχτεί ένα «παιχνίδι δύναμης» με στόχο την εξεύρεση συναινετικής λύσης. Στο πλάνο μπαίνει και ο παράγοντας Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάτι που παραδέχονται και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που συντάσσονται με την Ελλάδα όσον αφορά το αίτημα να εξειδικευτούν τα μέτρα για το χρέος μέχρι το τέλος του χρόνου. Χωρίς συγκεκριμένες αποφάσεις για το χρέος, το δ.σ. του ΔΝΤ δεν αναμένεται να ανάψει το πράσινο φως για τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, έστω και με ένα ποσό της τάξεως των 8-10 δισ. ευρώ.