Ένα πλήθος από παγίδες υπερφορολόγησης αναμένεται να αντιμετωπίσουν από το 2017 όσοι αποφασίσουν να πωλήσουν σπίτια, λοιπά κτίσματα, οικόπεδα ή αγροτεμάχια, καθώς από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους επανέρχονται σε ισχύ οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Ένα πλήθος από παγίδες υπερφορολόγησης αναμένεται να αντιμετωπίσουν από το 2017 όσοι αποφασίσουν να πωλήσουν σπίτια, λοιπά κτίσματα, οικόπεδα ή αγροτεμάχια, καθώς από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους επανέρχονται σε ισχύ οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων.
Η εφαρμογή των διατάξεων για την επιβολή του φόρου υπεραξίας ακινήτων ανεστάλη για δύο χρόνια, για το 2015 και το 2016, με νομοθετική ρύθμιση που ψηφίστηκε από τη Βουλή τον Δεκέμβριο του 2014. Ο λόγος ήταν ότι η απόπειρα υπολογισμού και επιβολής του φόρου αυτού στις αρχές του 2014 απέτυχε παταγωδώς εξαιτίας της απίστευτης πολυπλοκότητας των διαδικασιών εφαρμογής του.
Η προσπάθεια να τεθεί σε εφαρμογή ο συγκεκριμένος φόρος από την 1η-1-2014, όπως προβλέπει το άρθρο 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, συνάντησε τόσα πολλά πρακτικά προβλήματα, ώστε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα -κατά τους πρώτους πέντε μήνες του 2014- να καταστεί αδύνατη, τελικά, η εφαρμογή του φόρου και να «μπλοκαριστούν» όλα τα συμβόλαια μεταβιβάσεων ακινήτων.
Η τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών επέφερε εκ των υστέρων πολλές μεταβολές στις διατάξεις του άρθρου 41 του ΚΦΕ ώστε να καταφέρει να καταστήσει εφικτή την εφαρμογή του συγκεκριμένου φόρου.
Πολυπλοκότητα και γραφειοκρατεία
Πολλά εμπόδια αντιμετωπίστηκαν, όμως εξακολουθούσαν να υπάρχουν προβλήματα πολυπλοκότητας και γραφειοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύφθηκαν και πολλές παγίδες υπερφορολόγησης για όσους επιθυμούσαν να πωλήσουν ακίνητα.
Η περίοδος αναστολής της εφαρμογής του φόρου υπεραξίας ακινήτων λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2016 χωρίς να έχει εκδηλωθεί από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών καμία διάθεση διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς για την παράταση της αναστολής. Το πιο πιθανό λοιπόν είναι ο φόρος υπεραξίας ακινήτων να επανέλθει σε ισχύ από την 1η-1-2017.
Πότε και σε ποιους θα επιβάλλεται
Ας δούμε όμως τι ακριβώς προβλέπει η νομοθεσία για την επιβολή του φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων και τι παγίδες κρύβει για τους φορολογούμενους που θα θελήσουν να μεταβιβάσουν ακίνητα από την 1η-1-2017 και μετά.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ΚΦΕ, επιβάλλεται φόρος υπεραξίας με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου.
Ο φόρος επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πωλεί για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του η υπεραξία είναι αφορολόγητη μέχρι το ποσό των 25.000 ευρώ.
Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995 απαλλάσσονται από τον φόρο υπεραξίας.
Η τελική υπεραξία επί της οποίας υπολογίζεται ο φόρος προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 26, βλ. σχετικό πίνακα).
Ειδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 οι συντελεστές απομείωσης περιορίζονται, καθώς πολλαπλασιάζονται με 0,8.
Η πληρωμή του φόρου
Η διαδικασία επιβολής του φόρου υπεραξίας ολοκληρώνεται σε τέσσερα βήματα:
α) Συμπλήρωση δήλωσης: Για την επιβολή του φόρου, ο φορολογούμενος που μεταβιβάζει ακίνητη περιουσία υποχρεούται, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου, να δηλώνει το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας στον συμβολαιογράφο. Η δήλωση περιλαμβάνει τα στοιχεία του πωλητή, του συμβολαιογράφου που καταρτίζει τη συμβολαιογραφική πράξη και θα διενεργήσει την παρακράτηση και την απόδοση του φόρου, τα στοιχεία του αγοραστή ή των αγοραστών, τον χρόνο και την αξία κτήσης και μεταβίβασης, το είδος της ακίνητης περιουσίας ή των ιδανικών μεριδίων αυτής ή του εμπράγματου δικαιώματος, τα έτη διακράτησης, τους συντελεστές και τον υπολογισμό του φόρου. Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να ελέγχει και να βεβαιώνει την ακρίβεια των ανωτέρω στοιχείων, καθώς και να θεωρεί τη δήλωση, δεν έχει, όμως, ευθύνη για όσα στοιχεία δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του και δεν περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο που συντάσσει. Αν με το ίδιο συμβόλαιο μεταβιβάζονται περισσότερα εμπράγματα δικαιώματα, ο φορολογούμενος (πωλητής) υποβάλλει μία δήλωση στην οποία θα περιγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία που αφορούν το κάθε δικαίωμα. Αν με το ίδιο συμβόλαιο περισσότερα πρόσωπα (πωλητές) μεταβιβάζουν, υποβάλλεται από το καθένα χωριστή δήλωση.
β) Υποβολή δήλωσης: Η δήλωση υπογεγραμμένη από τον πωλητή και τον συμβολαιογράφο υποβάλλεται στην εφορία της έδρας του σε τρία αντίτυπα.
γ) Έκδοση ταυτότητας οφειλής: Την ίδια ημέρα ή το αργότερο την επομένη ημέρα της σύνταξης του συμβολαίου ο συμβολαιογράφος καταχωρίζει σε εφαρμογή του Τaxisnet σειρά στοιχείων (μεταξύ άλλων τον ΑΦΜ του πωλητή, τον αριθμό και την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου, την υπεραξία), οριστικοποιεί τη δήλωση και εκδίδει Ταυτότητα Οφειλής.
δ) Πληρωμή φόρου: Μέσα σε πέντε μέρες από την υπογραφή του συμβολαίου, ο συμβολαιογράφος αποδίδει με τραπεζική επιταγή σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου τον φόρο που έχει παρακρατήσει. Η επιταγή κατατίθεται στην τράπεζα από την οποία εκδόθηκε.
Διευκρινίσεις από τη ΓΓΔΕ
Με εγκύκλιο που εκδόθηκε στα τέλη του 2014, λίγο πριν αποφασιστεί η διετής αναστολή της επιβολής του φόρου, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων παρείχε διευκρινίσεις για την εφαρμογή του:
Πώς υπολογίζονται οι τιμές κτήσης
Ως τιμές κτήσης και μεταβίβασης λαμβάνονται αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια, ενώ εάν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά η τιμή κτήσης υπολογίζεται με βάση το φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί (το ίδιο και για τις δωρεές - γονικές παροχές).
Σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα (όπως π.χ. αυτεπιστασία ή αντιπαροχή) υπολογίζεται με βάση έναν μαθηματικό τύπο λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση (τιμή κτήσης = τιμή μεταβίβασης επί τον Δείκτη Τιμών Κατοικιών του έτους κτήσης διά του ΔΤΚατ του προηγουμένου της μεταβίβασης έτους. Ο Δείκτης Τιμών Κατοικιών δημοσιεύεται κάθε χρόνο από την Τράπεζα της Ελλάδος).
Οι «γκρίζες ζώνες»
Ο τρόπος υπολογισμού του φόρου υπεραξίας, όπως αυτός καθορίζεται από τις εφαρμοστικές αποφάσεις και τις εγκυκλίους που έχει εκδώσει κατά καιρούς η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών, κρύβει πολλές παγίδες.
Όπως προκύπτει από την πιο πρόσφατη διευκρινιστική εγκύκλιο που εκδόθηκε από τη ΓΓΔΕ στα τέλη του 2014, λίγο πριν αποφασιστεί η διετής αναστολή της εφαρμογής του φόρου:
1 Εάν ένας φορολογούμενος προχωρήσει σε 3 τουλάχιστον πωλήσεις ακινήτων του μέσα σε χρονικό διάστημα 2 ετών, τότε η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση των ακινήτων αυτών, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης και της τιμής κτήσης, θα θεωρείται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και θα φορολογείται όχι με 15%, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις περί φόρου υπεραξίας ακινήτων, αλλά με 22%-45%, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, και με επιπλέον προκαταβολή φόρου 100%! Δηλαδή, όποιος πωλήσει τρία ακίνητα μέσα σε χρονικό διάστημα 2 ετών θεωρείται από την εφορία ως επιχειρηματίας και η υπεραξία από την πώληση των ακινήτων του λαμβάνεται υπ’ όψιν ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα το οποίο φορολογείται με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών.
2 Σε περίπτωση πώλησης οικοπέδου ή αγροτεμαχίου το οποίο εντάχθηκε στα όρια οικισμού αρκετό χρονικό διάστημα μετά την ημερομηνία απόκτησής του από τον πωλητή, ως χρόνος κτήσης δεν θεωρείται η ημερομηνία στην οποία πραγματικά αποκτήθηκε το ακίνητο αλλά ο χρόνος ένταξης του ακινήτου στα όρια του οικισμού! Με το «κόλπο» αυτό μειώνεται ο χρόνος που εμφανίζεται να έχει μεσολαβήσει μεταξύ κτήσης και πώλησης του ακινήτου και η φορολογητέα υπεραξία αυξάνεται πλασματικά, με αποτέλεσμα ο πωλητής να υπερφορολογείται. Ακόμη και σε περίπτωση που ο πραγματικός χρόνος κτήσης είναι πριν την 1η-1-1995, αλλά ο χρόνος ένταξης στα όρια του οικισμού είναι μετά την ημερομηνία αυτή, ως χρόνος κτήσης λαμβάνεται η ημερομηνία ένταξης στα όρια του οικισμού με συνέπεια να μην ισχύει για τον πωλητή η απαλλαγή που προβλέπεται σε περίπτωση κτήσης του ακινήτου πριν την 1η-1-1995.
3 Σε περίπτωση απόκτησης ακάλυπτου οικοπέδου/αγροτεμαχίου και εν συνεχεία ανέγερσης επ’ αυτού κτίσματος, χωρίς οικοδομική άδεια ανέγερσης, σε περίπτωση τακτοποίησης αυτού ως εξ ολοκλήρου αυθαιρέτου, ως τιμή κτήσης λαμβάνεται υπ’ όψιν η τιμή κτήσης του ακάλυπτου οικοπέδου/αγροτεμαχίου (ανεξαρτήτως χρόνου απόκτησης αυτού) προσαυξημένη με συντελεστή 20%. Ακόμη και αν το οικόπεδο /αγροτεμάχιο αποκτήθηκε πριν από το 1995, εφόσον ανεγέρθηκε επ’ αυτού κτίσμα εξ ολοκλήρου αυθαίρετο το οποίο τακτοποιήθηκε πολεοδομικά και στη συνέχεια πωλείται, ως τιμή κτήσης λαμβάνεται η τιμή κτήσης του ακάλυπτου οικοπέδου / αγροτεμαχίου προσαυξημένη με συντελεστή 20%. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση που μεσολάβησε διοικητική πράξη προσδιορισμού των ορίων οικισμού και το κτηθέν αγροτεμάχιο εντάχθηκε εντός οικισμού. Ως εκ τούτου η υπεραξία που θα προκύπτει σε κάθε τέτοια περίπτωση θα είναι πολύ μεγάλη, καθώς θα προσδιορίζεται από τη διαφορά μεταξύ αξίας κτίσματος και αξίας οικοπέδου ή αγροτεμαχίου έστω και προσαυξημένης κατά 20%. Ο δε φόρος που θα προκύπτει θα είναι υπέρογκος.
Πάντως, σε περίπτωση πολεοδομικής τακτοποίησης εξ ολοκλήρου αυθαίρετης κατασκευής, εάν ο χρόνος ανέγερσης, όπου πιστοποιείται από τον μηχανικό στην αίτηση τακτοποίησης, λάβει χώρα μέχρι και την 31/12/1994, η υπεραξία θεωρείται μηδενική.