Την αξιολόγηση «Β-/Β» της μακροπρόθεσμης και βραχυπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, σε ξένο και τοπικό νόμισμα, επιβεβαίωσε την Παρασκευή ο οίκος αξιολόγησης S&P Global Ratings, με «σταθερό» outlook (προοπτική).
Μετρημένα αισιόδοξη εμφανίζεται η S&P διατηρώντας την αξιολόγηση της χώρας στο «B-/Β», την υψηλότερη βαθμίδα έναντι των υπόλοιπων οίκων, με σταθερή την προοπτική (outlook).
Η καλή πορεία εφαρμογής του μνημονίου αλλά και η μείωση των κόκκινων δανείων αποτελούν προαπαιτούμενα για αναβάθμιση, σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, ενώ παράλληλα «βλέπει» στροφή στην ανάπτυξη από το 2017 με σημαντική αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 4% το 2019.
Ο οίκος αξιολόγησης παρατηρεί ότι η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του τρίτου προγράμματος οικονομικής στήριξης, έστω και με καθυστερήσεις.
Οι αναλυτές της S&P προβλέπουν ότι στο τέλος του έτους το χρέος της χώρας θα ανέλθει στο 179% του ΑΕΠ.
Εκτιμούν επίσης ότι η σταδιακή επιστροφή στην ανάπτυξη, η δημοσιονομική προσαρμογή και τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περίπου στο 2% του ΑΕΠ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, πιθανότατα θα «κατεβάσουν» το χρέος στο 173% του ΑΕΠ ως το 2018, την τελευταία χρονιά εφαρμογής του προγράμματος διάσωσης.
Ο οίκος σημειώνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι σήμερα χαμηλό, καθώς κυμαίνεται μεταξύ 1% και 1,5%. Το βάρος αυτό, προσθέτει, είναι ανεκτό και μπορεί να παραμείνει, εφόσον η χώρα μπορεί να αναχρηματοδοτείται με το ίδιο ευνοϊκούς όρους από τις αγορές στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος (το 2018) και η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται σταθερά και με ταχύ ρυθμό σε πραγματικούς και ονομαστικούς όρους.
Ο οίκος αναμένει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει τον φετινό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, αλλά θεωρεί ότι η κυβέρνηση θα δυσκολευθεί τα επόμενα χρόνια να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, χωρίς να δημιουργεί ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις αλλού στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.