Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 02 Ιουνίου 2005 10:45

Μελέτη της ICAP για την αγορά ρολογιών χειρός

Η εγχώρια αγορά ρολογιών χειρός κινήθηκε ανοδικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄90. Ωστόσο, από το 2000 η δυσχερής οικονομική κατάσταση η οποία επικράτησε είχε αρνητικές επιπτώσεις στον κλάδο των ρολογιών χειρός, τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πτωτική πορεία της αγοράς ανακόπηκε το 2004, αλλά το αισιόδοξο κλίμα το οποίο επικράτησε λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη για το σύνολο των επιχειρήσεων, ενώ και οι εκτιμήσεις για τα επόμενα χρόνια εμφανίζονται απαισιόδοξες.

Τα παραπάνω προκύπτουν από την κλαδική μελέτη «Ρολόγια Χειρός» που εκπόνησε πρόσφατα η ICAP AE:

«Η ζήτηση των ρολογιών χειρός αποτελεί κατά κύριο λόγο συνάρτηση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, ενώ επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως οι τάσεις της μόδας και ο αριθμός των γάμων. Η μόδα ειδικότερα αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία, γεγονός που συντελεί στη διεύρυνση της αγοράς. Οι αρνητικές οικονομικές συνθήκες οι οποίες επικρατούν τα τελευταία χρόνια έχουν περιορίσει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, με συνέπεια τη μείωση της ζήτησης ρολογιών και την κάλυψη μέρους των αναγκών με ρολόγια ιδιαίτερα χαμηλής τιμής, συχνά κινεζικής προέλευσης.

Ο κλάδος των ρολογιών χειρός είναι αμιγώς εισαγωγικός και εμφανίζει ανομοιογένεια, τόσο ως προς το μέγεθος των επιχειρήσεων, όσο και ως προς τα προϊόντα τους. Ο μεγάλος αριθμός εμπορικών σημάτων τα οποία διατίθενται στην αγορά έχει ως αποτέλεσμα την όξυνση του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, αρκετές επιχειρήσεις δαπανούν σημαντικά κονδύλια για διαφημιστική προβολή και προώθηση, με σκοπό την ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας των σημάτων τους και την ενημέρωση των καταναλωτών για τα νέα μοντέλα τα οποία διατίθενται στην αγορά.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της κλαδικής μελέτης, το μέγεθος της εγχώριας αγοράς ρολογιών χειρός εμφάνισε πτωτική τάση από το 2000 ως το 2003, με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 7% περίπου (σε ποσότητα), ενώ είχε ακολουθήσει σε γενικές γραμμές ανοδική πορεία το διάστημα 1995-2000. Η αγορά παρουσίασε ελαφρά άνοδο το 2004, γεγονός το οποίο αποδίδεται σε αύξηση της ζήτησης κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων.

Από την ανάλυση της αγοράς με βάση την τιμή λιανικής πώλησης διαπιστώνεται ότι, τα ρολόγια με τιμή έως €150 κάλυψαν το 76,7% της συνολικής ποσότητας το 2004. Τα ρολόγια με τιμές μεταξύ €150-€600 και €600-€1.700, κατέλαβαν μερίδια 14,5% και 6,5% αντίστοιχα. Τέλος, τα ρολόγια λιανικής τιμής άνω των €1.700 αντιπροσώπευσαν το 2,3% της αγοράς σε ποσότητα. Ωστόσο, η διάρθρωση της αγοράς είναι αντιστρόφως ανάλογη βάσει αξίας, καθώς τα ρολόγια με την υψηλότερη τιμή καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς.

Τα κοσμηματοπωλεία εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το κυριότερο κανάλι διανομής, ιδίως για τα ρολόγια υψηλής τιμής. Εντούτοις, αυξανόμενες πωλήσεις ρολογιών πραγματοποιούνται από άλλου είδους καταστήματα, όπως τα watch centers, τα battery centers, τα καταστήματα ειδών δώρου και αξεσουάρ. Τα προαναφερθέντα καταστήματα τα προτιμούν για την απόκτηση ρολογιού χειρός κυρίως οι νεότερης ηλικίας καταναλωτές. Επιπλέον, τα watch centers ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καταναλωτών για πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες.

Οι προβλέψεις παραγόντων του κλάδου για την πορεία της εγχώριας αγοράς ρολογιών χειρός τα επόμενα χρόνια δεν εμφανίζονται ευοίωνες. Η μικρή άνοδος που εμφάνισε η κατανάλωση το 2004 δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο του κλάδου, ενώ χαρακτηρίζεται περιστασιακή και δεν αναμένεται να συνεχιστεί. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι η αγορά θα εμφανίσει ελαφρά μείωση της τάξης του 1%-2% ετησίως την περίοδο 2005-2006. Οι καταναλωτές εμφανίζονται καλύτερα ενημερωμένοι σχετικά με τα προϊόντα. Το εμπορικό σήμα παίζει σπουδαίο ρόλο, αλλά πλέον και ο παράγοντας τιμή αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα. Οι απόψεις εκπροσώπων του κλάδου συγκλίνουν στο ότι ο επιτυχημένος συνδυασμός χαρακτηρίζεται από ισορροπία ανάμεσα στην τιμή, την ποιότητα και το σχεδιασμό των ρολογιών».