Λιγότερο από δύο μήνες για να εξειδικεύσουν τη στρατηγική τους στο «μέτωπο» των επισφαλειών έχουν οι συστημικές τράπεζες. Ο τελικός στόχος έχει δοθεί, η μείωση κατά 41 δισ. ευρώ έως τα τέλη του 2019, όπως και οι στόχοι για κάθε τράπεζα, και σε αυτή τη φάση γίνεται η οριστικοποίηση των μέτρων που θα εφαρμόσουν για να τους επιτύχουν, ώστε εντός του Σεπτεμβρίου να «κλειδώσουν» και να αποτελούν εφεξής τον πήχη αξιολόγησης των επιδόσεων ανά τρίμηνο.
Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Λιγότερο από δύο μήνες για να εξειδικεύσουν τη στρατηγική τους στο «μέτωπο» των επισφαλειών έχουν οι συστημικές τράπεζες. Ο τελικός στόχος έχει δοθεί, η μείωση κατά 41 δισ. ευρώ έως τα τέλη του 2019, όπως και οι στόχοι για κάθε τράπεζα, και σε αυτή τη φάση γίνεται η οριστικοποίηση των μέτρων που θα εφαρμόσουν για να τους επιτύχουν, ώστε εντός του Σεπτεμβρίου να «κλειδώσουν» και να αποτελούν εφεξής τον πήχη αξιολόγησης των επιδόσεων ανά τρίμηνο.
Ο χρόνος που έχουν οι τράπεζες είναι εξαιρετικά πυκνός, αφού πλέον θα τους ζητείται να προχωρούν σε πολύ δραστικές κινήσεις προκειμένου να «πιάνουν» τους στόχους. Η πρώτη αξιολόγηση θα γίνει στις αρχές Νοεμβρίου με βάση τα μεγέθη του τρίτου τριμήνου ενώ το μεγαλύτερο βάρος όσον αφορά τη μείωση των NPEs πέφτει στη διετία 2018-2019.
Το μίγμα της στρατηγικής έχει δοθεί στα βασικά του σημεία και δίνει έμφαση σε αναδιαρθρώσεις και ρυθμίσεις και σε μικρότερο ποσοστό, της τάξης του 12% επί του συνόλου του όγκου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που σήμερα φθάνει τα 108,6 δισ. ευρώ, σε πωλήσεις δανείων και ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων.
Συνάρτηση της οικονομίας
Η υλοποίηση των στόχων συναρτάται στενά με τη μακροοικονομική πορεία της οικονομίας και στην κατεύθυνση αυτή οι προτάσεις των τραπεζών θα «στρεσαριστούν» έναντι σχετικών σεναρίων τον Σεπτέμβριο από την Τράπεζα της Ελλάδος και τον SSM και θα διαμορφωθούν τα τελικά μεγέθη. Η παράμετρος «ανάκαμψη» είναι η πιο κρίσιμη για την επιτυχία του σχεδιασμού και αν δεν εξελιχθεί κατά τα αναμενόμενα θα μεταβληθεί και η αναλογία του μίγματος επί το επιθετικότερο.
Αλλαγές στα δ.σ.
Οι αλλαγές σε διοικητικά συμβούλια και βασικές επιτροπές των τραπεζών με την αξιοποίηση λόγω νόμου στελεχών από το εξωτερικό οδηγεί σε ένα μάνατζμεντ πιο αποστασιοποιημένο από τα εγχώρια δεδομένα. Πρόκειται για μια εξέλιξη την οποία έχουν αναδείξει ως μείζον θέμα θεσμοί και SSM, εκτιμώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα είναι αποτελεσματικότερη η διαχείριση των NPLs.
Η αξιολόγηση των στόχων ανά τρίμηνο θα γίνει επί ποινή, και αυτή μπορεί να είναι η υποχρέωση διενέργειας επιπρόσθετων προβλέψεων ή άμεσης πώλησης δανείων που δεν μπορούν να καταστούν ενήμερα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Παράλληλα, θα εξετάζονται οι αιτίες των καθυστερήσεων και θα δίνονται «κόκκινες κάρτες» στις διοικήσεις που θα υποχρεούνται σε συγκεκριμένες ενέργειες.
Ανά κατηγορία
Οι συστημικές τράπεζες έχουν υποβάλει τους αναλυτικούς στόχους ανά κατηγορία NPEs για τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2016 και σε ετήσια βάση για τα έτη 2017-2019.
Ο σχεδιασμός, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, στηρίζεται στην επάνοδο της οικονομίας σε ανάπτυξη, ώστε οι επιχειρήσεις σε μεγάλο μέρος τους να επιστρέψουν στην κερδοφορία και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι αναδιαρθρώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, μόλις στο 5% των NPEs, περί τα 5,43 δισ. ευρώ θα επιλεγεί η λύση της πώλησης και στο 7%, δηλαδή 7,6 δισ. ευρώ δανείων θα προχωρήσει η λύση της ρευστοποίησης εξασφαλίσεων.
Τραπεζικά στελέχη δεν βλέπουν με την ανάλογη αισιοδοξία την προοπτική της ανάκαμψης και μάλιστα ανησυχούν ότι μετά το καλοκαίρι θα υπάρξουν σοβαρά προβλήματα σε επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων, θέτοντας σε κίνδυνο την τάση επιβράδυνσης των νέων επισφαλειών, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ανησυχία ότι η υπερφορολόγηση θα λειτουργήσει επίσης αρνητικά στη δυνατότητα των δανειοληπτών να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Οι νέες καθυστερήσεις το 2015 υπερέβησαν τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ και στο πρώτο τρίμηνο διαμορφώθηκαν στα 600 εκατ. ευρώ. Στο πρώτο τρίμηνο τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν τα 108,6 δισ. ευρώ, το 45% του συνόλου, με το κομμάτι των δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις να φθάνει το 67%, τα στεγαστικά δάνεια το 42% και τα καταναλωτικά το 55%.