Μερική επαναφορά των αυτοτελών προστίμων για τη μη έκδοση ή την ανακριβή έκδοση αποδείξεων και λοιπών φορολογικών στοιχείων αποφάσισε, τελικά, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών. Το νέο καθεστώς επιβολής προστίμων που επιχειρεί να νομοθετήσει είναι αυστηρότερο σε σχέση με το ισχύον σήμερα, αλλά πολύ πιο χαλαρό από αυτό που ίσχυε μέχρι τον Οκτώβριο του 2015. Επιπλέον, το νέο προτεινόμενο νομοθετικό καθεστώς εξακολουθεί να μην καλύπτει τις περιπτώσεις χιλιάδων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών που δεν υπάγονται σε καθεστώς ΦΠΑ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Μερική επαναφορά των αυτοτελών προστίμων για τη μη έκδοση ή την ανακριβή έκδοση αποδείξεων και λοιπών φορολογικών στοιχείων αποφάσισε, τελικά, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών. Το νέο καθεστώς επιβολής προστίμων που επιχειρεί να νομοθετήσει είναι αυστηρότερο σε σχέση με το ισχύον σήμερα, αλλά πολύ πιο χαλαρό από αυτό που ίσχυε μέχρι τον Οκτώβριο του 2015. Επιπλέον, το νέο προτεινόμενο νομοθετικό καθεστώς εξακολουθεί να μην καλύπτει τις περιπτώσεις χιλιάδων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών που δεν υπάγονται σε καθεστώς ΦΠΑ.
Με τροπολογία που κατέθεσαν χθες στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών Ε. Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης δεν επανέρχεται πλήρως σε ισχύ το -καταργηθέν με τον ν. 4337/2015- καθεστώς επιβολής αυτοτελών προστίμων που ίσχυε μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου 2015 και προέβλεπε πρόστιμα κυμαινόμενα από 250 έως 500 ευρώ ανά μη εκδοθέν ή ανακριβώς εκδοθέν φορολογικό στοιχείο (απόδειξη, τιμολόγιο κ.λπ.), καθώς και ανώτατο όριο προστίμων 30.000 ευρώ. Με την τροπολογία θεσπίζονται απλώς ελάχιστα όρια προστίμων 250-500 ευρώ για το σύνολο των παραβάσεων μη έκδοσης αποδείξεων ή τιμολογίων που διαπιστώνονται ανά φορολογικό έλεγχο. Προβλέπεται επίσης προσαύξηση των προστίμων κατά 100%-300% σε περιπτώσεις υποτροπών.
Η τροπολογία αφήνει εξάλλου στο απυρόβλητο τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες που δεν υπάγονται σε καθεστώς ΦΠΑ (γιατρούς, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, μικρές επιχειρήσεις κ.λπ.). Συγκεκριμένα, καθιερώνει απλώς ελάχιστα όρια ποσών κυμαινόμενα από 250 έως 500 ευρώ στο ήδη ισχύον πρόστιμο ΦΠΑ το οποίο επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης αποδείξεων ή τιμολογίων. Το πρόστιμο αυτό έχει οριστεί, με το ν. 4337/2015, στο 50% του ΦΠΑ που αναλογεί στην αξία της συναλλαγής, η οποία αποκρύπτεται λόγω της μη έκδοσης ή της ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων.
Για τις περιπτώσεις, όμως, των ιδιωτών ιατρών, των ιδιωτικών φροντιστηρίων μαθημάτων και ξένων γλωσσών, των ιδιωτικών σχολείων και όλων των μικρών επιχειρήσεων με ετήσια ακαθάριστα έσοδα μέχρι 10.000 ευρώ, οι οποίες απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ, η τροπολογία Τσακαλώτου-Αλεξιάδη δεν προβλέπει κανένα πρόστιμο σε περίπτωση εντοπισμού παραβάσεων μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων.
Ως εκ τούτου, ακόμη και μετά την ψήφιση και την εφαρμογή της νέας προτεινόμενης ρύθμισης, οι ελεγκτές των ΔΟΥ και της Υπηρεσίας Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) δεν θα μπορούν να επιβάλουν κανένα πρόστιμο στις περιπτώσεις που θα διαπιστώνουν παραβάσεις μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων κατά τους ελέγχους τους στις παραπάνω κατηγορίες επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών.
Η τροπολογία που κατέθεσαν χθες στη Βουλή οι κ.κ. Τσακαλώτος και Αλεξιάδης προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι:
1) Κατά τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου σε επιχείρηση ή ελεύθερο επαγγελματία που υπάγεται σε καθεστώς ΦΠΑ, εφόσον διαπιστώνονται παραβάσεις μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων (αποδείξεων λιανικών συναλλαγών ή τιμολογίων) θα εξακολουθεί να επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 50% του ΦΠΑ που αναλογεί στις συναλλαγές που επιχειρήθηκε να αποκρυβούν. Το πρόστιμο όμως αυτό δεν θα μπορεί πλέον να είναι μικρότερο από:
α) τα 250 ευρώ για το σύνολο των μη εκδοθέντων ή των ανακριβώς εκδοθέντων φορολογικών στοιχείων, αν ο παραβάτης τηρεί απλογραφικά βιβλία (βιβλία εσόδων-εξόδων)
β) τα 500 ευρώ για το σύνολο των μη εκδοθέντων ή των ανακριβώς εκδοθέντων φορολογικών στοιχείων, εάν ο παραβάτης τηρεί διπλογραφικά βιβλία (πρώην βιβλία γ’ κατηγορίας).
Σε σύγκριση με το ισχύον σήμερα καθεστώς, η θέσπιση ελάχιστου προστίμου 250 ή 500 ευρώ αυξάνει σημαντικά το ύψος της χρηματικής ποινής που θα επιβάλλεται στον παραβάτη, εφόσον η αξία των μη εκδοθέντων ή ανακριβώς εκδοθέντων φορολογικών στοιχείων είναι σχετικά μικρή.
Για παράδειγμα, αν σε μία επιχείρηση παροχής υπηρεσιών που τηρεί απλογραφικά βιβλία, ο ελεγκτής της ΔΟΥ διαπιστώσει, μετά από επιτόπιο προληπτικό φορολογικό έλεγχο, ότι δεν εκδόθηκαν 30 αποδείξεις λιανικών συναλλαγών συνολικής αξίας 300 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%, τότε, με βάση το ισχύον σήμερα νομοθετικό καθεστώς, έχει δικαίωμα να επιβάλει στον επιχειρηματία πρόστιμο ίσο με το 50% του ΦΠΑ που αναλογεί στην αξία των μη εκδοθεισών αποδείξεων. Μπορεί δηλαδή να καταλογίσει πρόστιμο συνολικού ύψους μόλις 29,03 ευρώ [50% Χ (300 ευρώ Χ 24 / 124)=29,03 ευρώ]. Με το προτεινόμενο νέο καθεστώς, το πρόστιμο του 50% επί του αναλογούντος ΦΠΑ είναι μικρότερο του θεσπιζόμενου ελαχίστου ορίου των 250 ευρώ, οπότε ο ελεγκτής θα επιβάλει το προβλεπόμενο ελάχιστο όριο των 250 ευρώ. Ουσιαστικά, με το νέο καθεστώς, το πρόστιμο για τον ίδιο αριθμό παραβάσεων σχεδόν δεκαπλασιάζεται καθώς αυξάνεται από 29,03 σε 250 ευρώ.
2) Σε περίπτωση υποτροπής του παραβάτη εντός 5ετίας από την πρώτη παράβαση θα επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 100% του αναλογούντος ΦΠΑ, το οποίο δεν θα μπορεί να είναι μικρότερο από 500 ευρώ για το σύνολο των παραβάσεων, εάν ο ελεγχόμενος τηρεί απλογραφικά βιβλία, ή μικρότερο των 1.000 ευρώ εάν οι ελεγχόμενος τηρεί διπλογραφικά βιβλία.
3) Σε κάθε περίπτωση δεύτερης, τρίτης κ.ο.κ. υποτροπής μέσα στην ίδια πενταετία, το πρόστιμο θα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Θα ανέρχεται στο 200% του αναλογούντος ΦΠΑ, ή κατ’ ελάχιστον στα 1.000 ευρώ για τους τηρούντες απλογραφικά βιβλία και στα 2.000 ευρώ για τους τηρούντες διπλογραφικά βιβλία.