Σε περίοδο έντονης αβεβαιότητας για τις εξελίξεις στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι προγραμματισμένη η ολοκλήρωση της διπλής αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος το φθινόπωρο, η τύχη της συμμετοχής ή όχι του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά και η εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος, μια χρονική σύμπτωση που πυροδοτεί πλήθος σεναρίων ως προς την κατάληξη.
Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Κακούρη
[email protected]
Σε περίοδο έντονης αβεβαιότητας για τις εξελίξεις στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι προγραμματισμένη η ολοκλήρωση της διπλής αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος το φθινόπωρο, η τύχη της συμμετοχής ή όχι του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά και η εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος, μια χρονική σύμπτωση που πυροδοτεί πλήθος σεναρίων ως προς την κατάληξη.
Δύο σημαντικά δημοψηφίσματα, σε Ιταλία και Ουγγαρία, η έναρξη των διαδικασιών αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την Ε.Ε., η πολιτική αβεβαιότητα στην Ισπανία, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός σε Πορτογαλία και Ισπανία και το πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών συνθέτουν ένα καυτό και ταυτόχρονα ρευστό σκηνικό. Στο πλαίσιο αυτό οι ιθύνοντες των Βρυξελλών δεν θα ήθελαν να ανοίξει η βεντάλια των προβλημάτων με ένα ακόμη, το ελληνικό, που βρίσκεται σε «καταστολή» τον τελευταίο ενάμιση μήνα.
Γι’ αυτό και ήδη ασκούν πιέσεις, όπως ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ΕΜΣ και ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ, για την έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης ώστε η Κομισιόν να έχει το περιθώριο να δράσει και να αντιμετωπίσει τις υπόλοιπες σοβαρές υποθέσεις που απειλούν το μέλλον της Ε.Ε.
Υπάρχει μια αίσθηση ότι μπορεί η Ελλάδα να επωφεληθεί από ένα χαλαρότερο έλεγχο προκειμένου να κλείσει άρον άρον η αξιολόγηση, πλην όμως από τις επίσημες κοινοτικές θέσεις δεν διαφαίνεται η συγκεκριμένη προοπτική. Η Κομισιόν ήδη ανακοίνωσε πως θα προχωρήσει σε κυρώσεις σε Ισπανία, Πορτογαλία για παρεκκλίσεις στα δημοσιονομικά, στέλνοντας έτσι έμμεσα μήνυμα και στην Αθήνα.
Η κυβέρνηση έχει να περάσει έναν διπλό κάβο αξιολόγησης. Ο πρώτος αφορά στην εκπλήρωση των 15-16 προαπαιτούμενων για την εκταμίευση της δόσης των 2,8 δισ. ευρώ, που αποτελεί τμήμα της δόσης των 10,3 δισ. ευρώ από την 1η αξιολόγηση. Η διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο.
Ο δεύτερος αφορά στη 2η αξιολόγηση, για την οποία οι Βρυξέλλες θέλουν να κλείσει εντός του Οκτωβρίου, αλλά περιλαμβάνει περισσότερα από 40 προαπαιτούμενα, στα οποία βρίσκονται και οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, όπου οι θεσμοί εμφανίζονται με σκληρές θέσεις και ήδη έχει αρχίσει η ανταλλαγή σημειωμάτων. Σημειώνεται πως στον κατάλογο των δράσεων, που πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί έως τον Οκτώβριο, βρίσκονται και κάποιες που, με βάση το χρονοδιάγραμμα, θα πρέπει να υλοποιούνται σταδιακά και τον Οκτώβριο θα επικυρωθεί η υλοποίησή τους.
Το Μεσοπρόθεσμο
Νωρίτερα, εντός του Ιουλίου, η κυβέρνηση θα πρέπει να καταρτίσει και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για την εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών μέχρι το 2019 (είναι η υποχρέωση), αλλά η κυβέρνηση θα το επεκτείνει έως και το 2020. Αγκάθι στο Μεσοπρόθεσμο είναι το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018.
Για το 2016 ο στόχος είναι πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, για το 2017 1,75% και 3,5% το 2018. Για μετά το 2018 η κυβέρνηση θέλει χαμηλότερους στόχους, από 1,5%-2%.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θέλουν 3,5% για μια δεκαετία, αλλά δηλώνουν (Γ. Ντέισελμπλουμ) ότι μπορούμε να συζητήσουμε χαμηλότερα πλεονάσματα. Το ΔΝΤ από την πλευρά του θέλει πλεονάσματα μέχρι 1,5% του ΑΕΠ, διότι σε αυτό το επίπεδο θεωρεί πως είναι ρεαλιστικά και τα συνδέει με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Αν και το 2019 είναι σχετικά μακρινό, εάν στο Μεσοπρόθεσμο η κυβέρνηση εγγράψει πρόβλεψη πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, είναι βέβαιο πως θα πρέπει να εγγράψει και τα μέτρα με τα οποία θα επιτευχθεί και φυσικά αυτό θέλει να αποφύγει. Το πρόβλημα είναι πως η εκκρεμότητα αυτή πρέπει να λυθεί άμεσα, δεδομένου ότι το Μεσοπρόθεσμο πρέπει να υποβληθεί εντός του Ιουλίου, που σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς πρέπει να τελεσφορήσουν άμεσα.
Το χρέος και το ΔΝΤ
Μετά τη 2η αξιολόγηση του προγράμματος ακολουθεί η εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος. Το ΔΝΤ πιέζει για γενναίες παραχωρήσεις εκ μέρους των Ευρωπαίων, που διακρατούν το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού χρέους (240 δισ. ευρώ), αλλά η συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα είναι αβέβαιη. Ήδη το Ανεξάρτητο Γραφείο Αξιολόγησης του Ταμείου υπέβαλε σύσταση προς την Κριστίν Λαγκάρντ να αποκρούσει στο μέλλον οποιεσδήποτε πολιτικές πιέσεις της ασκηθούν προκειμένου το ΔΝΤ να συμμετάσχει σε πρόγραμμα διάσωσης στην Ευρωζώνη, μεταξύ των οποίων είναι και το ελληνικό. Το θετικό της ενδεχόμενης μη συμμετοχής του ΔΝΤ είναι από την άποψη πως ασκεί πιέσεις για τα εργασιακά, ενώ το αρνητικό η πίεση που ασκεί στους Ευρωπαίους για το χρέος.