Φιλόδοξοι στόχοι μείωσης των «κόκκινων» δανείων αναμένεται να τεθούν στις τράπεζες τον Σεπτέμβριο, με ορίζοντα την επόμενη τριετία και με «ποινολόγιο» αν δεν υλοποιηθούν.
Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Φιλόδοξοι στόχοι μείωσης των «κόκκινων» δανείων αναμένεται να τεθούν στις τράπεζες τον Σεπτέμβριο, με ορίζοντα την επόμενη τριετία και με «ποινολόγιο» αν δεν υλοποιηθούν.
Ο SSM και το, υπό νέα διοίκηση, Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα αυξήσουν την πίεση στον κλάδο ώστε να υπάρξει σημαντική αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αρχής γενομένης από το 2017, με τη χρήση πιο δραστικών εργαλείων αναδιάρθρωσης, ακόμη και πώλησης δανείων.
Τον Σεπτέμβριο θα οριστικοποιηθούν οι στόχοι μέσω της συνεργασίας των τραπεζών με την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά ήδη φαίνεται να υπάρχει μια διάσταση εκτιμήσεων για τις δυνατότητες του κλάδου να μειώσει τον όγκο των NPEs, κάτι που εξαρτάται από τη λήψη γενναίων πρωτοβουλιών, και με την έννοια των «αιματηρών», αλλά και από το γενικότερο περιβάλλον, καθώς η ύφεση υπονομεύει κάθε κίνηση αναδιάρθρωσης, ακόμη και τις προσπάθειες πώλησης δανείων.
Στην κατεύθυνση αυτή οι τράπεζες θεωρούν εύλογο τον στόχο για μείωση των NPEs κατά 25% σωρευτικά την τριετία, ενώ για την άλλη πλευρά, του SSM, επιθυμητό είναι η μείωση να είναι ακόμη μεγαλύτερη, κατά 35% περίπου από τα τρέχοντα επίπεδα των NPEs ύψους 105 δισ. ευρώ.
Οι τραπεζίτες ανησυχούν ότι μπορεί να τεθούν σε ισχύ οι μαξιμαλιστικοί στόχοι του SSM και φοβούνται ότι από το επόμενο έτος θα υπάρχει «ποινή», για παράδειγμα με τη μορφή κεφαλαιακών αποθεμάτων, αν δεν πιάνουν τους στόχους, ενώ οι επιδόσεις των διοικήσεων ανά έτος θα προσμετρώνται στην αξιολόγησή τους.
Το «βουνό» των μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 85 δισ. ευρώ και αυτών που βρίσκονται κοντά στο «κόκκινο» και είναι ακόμη 20 δισ. ευρώ είναι το πιο δύσκολα διαχειρίσιμο πρόβλημα του κλάδου και, μάλιστα, κάνει τους ίδιους τους τραπεζίτες να αμφισβητούν πλέον ότι το μοντέλο που επελέγη, με τη διατήρηση εντός των ισολογισμών του προβληματικού χαρτοφυλακίου, είναι το κατάλληλο.
Εκ των υστέρων φαίνεται ότι είναι δυσχερής η διαχείριση με αυτόν τον τρόπο, επισημαίνει στη «Ν» υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος που βλέπει ότι η πίεση των θεσμών, του SSM και του TΧΣ, όπως θα ανασυγκροτηθεί το επόμενο διάστημα, θα είναι πολύ έντονη.
Στην κατεύθυνση αυτή θα ζητείται από τις τράπεζες να προχωρούν σε πολύ δραστικές κινήσεις, αγνοώντας και το κοινωνικό κόστος όσον αφορά τα προβληματικά επιχειρηματικά δάνεια, καθώς και να πωλούν δάνεια και χαρτοφυλάκια όπου κρίνεται σκόπιμο.
Το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων δίνει σε θεσμούς και SSM την αφορμή να πραγματοποιήσουν κινήσεις τοποθέτησης στελεχών από το εξωτερικό σε διοικητικά συμβούλια και επιτροπές, ως ένα απτό δείγμα της δυσπιστίας που έχουν παγίως έναντι του κλάδου.
Πρόκειται για μια αποικιοκρατική και προσβλητική για τους Ελληνες που στελεχώνουν τον κλάδο αντίληψη, που ψηφίστηκε όμως από τη Βουλή, η οποία δεν φρόντισε να «υπερασπιστεί» την παρουσία Ελλήνων στο τραπεζικό σύστημα, όπως επισημαίνει τραπεζίτης.
Το σφυροκόπημα για τις τράπεζες έρχεται ακόμη και από το χρηματιστήριο, όπου η επίπτωση από τις ευρωπαϊκές αγορές πολλαπλασιάζεται.
Ο κλαδικός δείκτης βρέθηκε χθες σε χαμηλό τεσσερισήμισι μηνών, με απώλειες της τάξης περίπου 10%.
Δυσχερής η επιθετική διαχείριση
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν επαναθέτηση των επτά στα δέκα ρυθμισμένων δανείων και το ισχνό track record του κλάδου θα οδηγήσει στο άλλο άκρο, αυτό της επιθετικής διαχείρισης, εκτιμούν τραπεζίτες, οι οποίοι επισημαίνουν ότι η κυβέρνηση ακόμη και τώρα καθυστερεί στην παροχή των κατάλληλων νομοθετικών εργαλείων, ενώ η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση λειτουργεί ανασταλτικά σε κάθε πρωτοβουλία αναδιάρθρωσης.
Μόλις δόθηκε η ευχέρεια στον κλάδο να κυνηγήσει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, η μακροχρόνια απεργία των δικηγόρων «πάγωσε» τις διαδικασίες και καθυστερεί τη βελτίωση των επιδόσεων στο συγκεκριμένο πεδίο, το οποίο αντιστοιχεί ως και στο 40% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Πάντως, και η πώληση δανείων κάθε άλλο παρά εύκολη είναι σε ένα περιβάλλον ύφεσης με τις αποτιμήσεις να κινούνται τόσο χαμηλά ώστε να μη διευκολύνουν τις τράπεζες να πάρουν τέτοιες αποφάσεις.