Σε διευκρινίσεις για την τροπολογία της κυβέρνησης σχετικά με το ΕΚΑΣ, προχώρησε ο υπουργός Εργασίας, Γιώργος Κατρούγκαλος, σε παρέμβασή του στον τηλεοπτικό σταθμό «ΑΝΤ1».
Σε διευκρινίσεις για την τροπολογία της κυβέρνησης σχετικά με το ΕΚΑΣ, προχώρησε ο υπουργός Εργασίας, Γιώργος Κατρούγκαλος, σε παρέμβασή του στον τηλεοπτικό σταθμό «ΑΝΤ1».
Ο αρμόδιος υπουργός επισήμανε ότι «αυτό που κατόρθωσε η κυβέρνηση είναι να μην ισχύσει η μείωση του ΕΚΑΣ» για τους συνταξιούχους που δεν πληρούν πλέον τα νέα εισοδηματικά κριτήρια από την 1η Ιανουαρίου, αλλά και από την 1η Ιουνίου, και κατά συνέπεια δεν θα υποχρεωθούν να επιστρέψουν αναδρομικά τα χρήματα που έχουν λάβει για τους πρώτους πέντε μήνες του έτους.
Με δεδομένο όμως - σημείωσε ο κ. Κατρούγκαλος - ότι οι συνταξιούχοι έλαβαν στο τέλος Μαΐου, τη σύνταξη Ιουνίου, θα κληθούν να επιστρέψουν το ΕΚΑΣ, το οποίο έλαβαν μαζί με τη σύνταξη τους. Ερωτηθείς εάν η επιστροφή θα είναι τμηματική ή εφάπαξ, δεσμεύτηκε ότι θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια, στο πνεύμα του νόμου, για να διευκολυνθούν οι συγκεκριμένοι συνταξιούχοι.
Όσον αφορά τους συνταξιούχους που έλαβαν τη σύνταξη πριν την συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους - αλλά πλέον, έχουν συμπληρώσει τα 65 έτη - και με βάση τη νέα νομοθεσία κανείς συνταξιούχος δεν θα λαμβάνει το ΕΚΑΣ πριν τα 65, υποστήριξε ότι «πιθανότατα δεν θα αντιμετωπίσουν κανένα πρόβλημα γιατί η νέα πρόβλεψη αφορά αποκλειστικά και μόνο εισοδηματικά κριτήρια».
Στη συνέχεια, ο κ. Κατρούγκαλος διευκρίνισε ότι η κατάργηση του ΕΚΑΣ, δεν περιλαμβανόταν στο νομοσχέδιο για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, αλλά αφορά δέσμευση, η οποία έχει ψηφιστεί από τον περασμένο Ιούλιο και μάλιστα με τις ψήφους και κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Υπογράμμισε δε, ότι με τις αλλαγές που φέρνει το νέο ασφαλιστικό, η απώλεια του ΕΚΑΣ θα εξισορροπηθεί με άλλα μέτρα, όπως αυτό της καθιέρωσης της Εθνικής Σύνταξης η οποία θα αφορά και ευρύτερες ομάδες.
Καταλήγοντας, τόνισε ότι υπάρχουν κι άλλα ζητήματα - εξίσου σημαντικά - τα οποία θα πρέπει να επιλύσει η κυβέρνηση, όπως για παράδειγμα η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας