Τέσσερις γύρους σκληρών διαπραγματεύσεων καλείται να ολοκληρώσει μέχρι το τέλος του έτους η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει και στην πράξη τα όσα συμφωνήθηκαν στη συνεδρίαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου, αλλά με τις δυσκολίες να καθίστανται εμφανείς με την πρώτη κιόλας επαφή με τους θεσμούς.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τέσσερις γύρους σκληρών διαπραγματεύσεων καλείται να ολοκληρώσει μέχρι το τέλος του έτους η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει και στην πράξη τα όσα συμφωνήθηκαν στη συνεδρίαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου, αλλά με τις δυσκολίες να καθίστανται εμφανείς με την πρώτη κιόλας επαφή με τους θεσμούς.
Ο πρώτος γύρος που θα πρέπει να κλείσει μέσα στις επόμενες ημέρες και περιλαμβάνει τα προαπαιτούμενα για την εκταμίευση της πρώτης υποδόσης των 7,5 δισ. ευρώ (εκ των οποίων το 1,8 δισ. θα κατευθυνθεί για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου) εμφανίζει δυσκολίες.
Κατά την πρώτη τηλεδιάσκεψη που είχαν χθες το βράδυ με τους θεσμούς, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής ΥΠΟΙΚ Γιώργος Χουλιαράκης δεν γεφυρώθηκαν οι διαφορές στις εκκρεμότητες των προαπαιτούμενων και παρέμειναν ανοικτά τα «μέτωπα» που μας χωρίζουν από την εκταμίευση της δόσης των 7,5 δισ. ευρώ, όπως το ΕΚΑΣ, τα εγγυημένα από το Δημόσιο «κόκκινα» δάνεια και η στελέχωση του υπερ-Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων.
Ο δεύτερος γύρος θα πρέπει να λήξει τον Σεπτέμβριο και θα περιλαμβάνει τις τελευταίες παρεμβάσεις για να εκταμιευτεί η δεύτερη υποδόση που συμφωνήθηκε στο Eurogroup, ύψους 2,8 δισ. ευρώ.
Από Οκτώβριο ξεκινάει η δεύτερη αξιολόγηση με «έπαθλο» νέα δόση της τάξεως των 5 - 5,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,4 δισ. ευρώ θα δοθεί και πάλι για τα ληξιπρόθεσμα, ενώ μέσα στον χειμώνα θα δοθεί η πιο σκληρή μάχη.
Την περίοδο που θα αποφασίσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα με δεδομένα πλέον τα ευρήματα της νέας έκθεσης για τη βιωσιμότητα του χρέους, η ελληνική κυβέρνηση θα πασχίζει να κατεβάσει τον πήχη των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2018.
Ήδη έχει καταστεί σαφές ότι, ακόμη και μετά το τέλος του 3ου μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα θα παραμείνει δέσμια συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων, καθώς μόνο έτσι θα ενεργοποιείται ο περίφημος «κόφτης» αλλά και τα υπόλοιπα μέτρα διευθέτησης του ελληνικού χρέους που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.
Έως τον Σεπτέμβριο
Χρονικό περιθώριο έως τον Σεπτέμβριο -και ενώ ταυτόχρονα τα υπουργεία θα προετοιμάζονται για τα προαπαιτούμενα της β’ αξιολόγησης- θα έχει η κυβέρνηση για να κλείσει και τις εκκρεμότητες που αφορούν τη διακυβέρνηση των τραπεζών, τη λειτουργία της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, αλλά και τις παρεμβάσεις για την αγορά Ενέργειας. Με την ολοκλήρωση και αυτής της διαδικασίας, η χώρα θα πάρει 2,8 δισ. ευρώ, με τα οποία θα αποπληρώσει ληξιπρόθεσμες οφειλές και θα εξασφαλίσει την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεών της μέχρι και το τέλος του 2016.
Ο Οκτώβριος
Ο Οκτώβριος θα είναι κρίσιμος μήνας, καθώς θα ξεκινήσουν οι τελικές διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης.
Ο κατάλογος των 43 προαπαιτούμενων που θα οριστικοποιηθεί εντός των επόμενων ημερών και ενώ ταυτόχρονα θα «κλείνει» και το κείμενο του αναθεωρημένου μνημονίου θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
1 Τις αλλαγές στα εργασιακά με την απελευθέρωση των απολύσεων, τις παρεμβάσεις στον συνδικαλιστικό νόμο, αλλά και την ενδεχόμενη ενσωμάτωση του 13ου και του 14ου μισθού στους υπόλοιπους 12, κάτι που ακόμη και να μην έχει εισοδηματικές απώλειες για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, θα απαλλάξει τους εργοδότες από τις ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη καταβολής των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων όπως και του επιδόματος αδείας.
2 Τον υπολογισμό των φόρων ακινήτων με βάση τις εμπορικές αξίες, κάτι που θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των συντελεστών υπολογισμού των φόρων.
3 Την επανεξέταση όλων των κοινωνικών επιδομάτων προκειμένου να εξευρεθούν πόροι τουλάχιστον 900 εκατ. ευρώ και να χρηματοδοτηθεί το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
4 Την απελευθέρωση επαγγελμάτων στο πλαίσιο των όσων προβλέπουν οι τρεις εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ.
Το ποσό που θα εξασφαλίσει η Ελλάδα με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης αναμένεται να κινηθεί στα επίπεδα των 5-5,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,4 δισ. ευρώ θα δοθεί για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου (σ.σ.: συνολικά μέχρι το τέλος του χρόνου για τα ληξιπρόθεσμα θα διατεθούν περί τα 4,9 δισ. ευρώ).
Στο τέλος του χρόνου
Η πιο σκληρή μάχη σε διαπραγματευτικό επίπεδο αναμένεται να δοθεί στο τέλος του χρόνου. Μέσα στο χειμώνα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα έχει ολοκληρώσει την αναθεωρημένη έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, στην οποία θα ληφθούν υπ’ όψιν τα όσα συμφωνήθηκαν στις 24 Μαΐου στο Eurogroup. Εν τω μεταξύ, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση θα έχουν εργαστεί στην κατεύθυνση της εξειδίκευσης και ποσοτικοποίησης των αποφάσεων για το χρέος, ειδικά του μέτρου που προβλέπει ότι η συνολική μικτή δαπάνη για την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων της Ελλάδας δεν θα μπορεί να ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ μέχρι και το 2038 (το χρονικό ορόσημο αποτελεί εκτίμηση της ελληνικής πλευράς) ή το 20% του ΑΕΠ από το 2038 και μετά.
Συμβιβασμός και με 2%
Το μέτρο που χαιρέτισε περισσότερο από κάθε άλλο η πλευρά του ΔΝΤ ήταν ο λεγόμενος «κόφτης χρέους». Πρόκειται για έναν μηχανισμό ο οποίος σε μακροπρόθεσμη βάση θα προσαρμόζει τις διάρκειες των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας ή την επιτοκιακή πολιτική προκειμένου η ετήσια δαπάνη να μην ξεφεύγει από το όριο που προαναφέρθηκε.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένεται ότι θα ζητήσει από τους Ευρωπαίους να συμφωνήσουν με την Ελλάδα επί ενός νέου δημοσιονομικού στόχου για την περίοδο μετά το 2018 που τελειώνει το 3ο μνημόνιο. Έτσι, ενώ θα παραμείνουμε υποχρεωμένοι -βάσει της συμφωνίας του περασμένου Αυγούστου- να εμφανίσουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018, το ζητούμενο είναι ο πήχης να κατέβει χαμηλότερα για την περίοδο από το 2019 και μετά.
Τη σκληρή μάχη ουσιαστικά την προανήγγειλαν οι δυο Έλληνες υπουργοί -Ευκλείδης Τσακαλώτος και Γιώργος Χουλιαράκης- στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν την προηγούμενη εβδομάδα. Ουσιαστικά ασπάστηκαν την άποψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να παράξει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% για μακρές χρονικές περιόδους. Και ενώ το ΔΝΤ κατεβάζει τον «πήχη» στο 1,5% του ΑΕΠ (δηλαδή, το χρέος της Ελλάδας να παραμένει υπό την προστασία του αυτόματου μηχανισμού για όσα χρόνια η Ελλάδα εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ), η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να συμβιβαστεί -σύμφωνα με πληροφορίες- ακόμη και με πλεονάσματα της τάξεως του 2%.
Διψήφια η ανεργία έως και τα μέσα του αιώνα
Τα στοιχεία που παρουσίασε το ΔΝΤ σε πρόσφατη έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του χρέους (δημοσιεύτηκε στις 23 Μαΐου, μία ημέρα πριν από το Eurogroup) είναι εντυπωσιακά. Σε δείγμα 55 χωρών, τα τελευταία 200 χρόνια εντοπίστηκαν 15 περιπτώσεις χωρών οι οποίες βίωσαν ύφεση για χρονική διάρκεια πέντε ετών (σ.σ.: η Ελλάδα διανύει ήδη το 7ο έτος ύφεσης).
Καμία από αυτές τις χώρες δεν κατόρθωσε να εμφανίσει και να διατηρήσει πλεόνασμα μεγαλύτερο του 2% έπειτα από τόσο μεγάλη ύφεση.
Για την Ελλάδα, οι αναλυτές του ΔΝΤ εμφανίζονται ακόμη πιο απόλυτοι όσον αφορά τις πιθανότητες διατήρησης υψηλών πλεονασμάτων, δεδομένου ότι η χώρα μας θα έχει υψηλή ανεργία η οποία θα μετράται με διψήφια ποσοστά μέχρι και τα μέσα του αιώνα.
ΔΝΤ: Οι πολιτικές λιτότητας δεν αποδίδουν
Η ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού και οι πολιτικές λιτότητας μπαίνουν στο στόχαστρο ως υπαίτιες για την όξυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων και την αναιμική ανάπτυξη ανά τον κόσμο.
Όχι από αριστερούς αναλυτές ή κόμματα, αλλά από οικονομολόγους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που έρχονται έτσι στην ουσία να αμφισβητήσουν τον δρόμο που χαράσσει το ίδιο το Ταμείο για χώρες που λαμβάνουν οικονομική στήριξη. Σε άρθρο τους υπό τον τίτλο «Νeoliberalism: Oversold» οι οικονομολόγοι επαινούν ορισμένες πτυχές της φιλελευθεροποίησης, όπως η επέκταση του εμπορίου και η αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων.
Υπογραμμίζουν, ωστόσο, ότι κάποιες άλλες, όπως η επιμονή στη σκληρή λιτότητα για μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η πλήρης απελευθέρωση των κεφαλαιακών ροών, όχι μόνο δεν απέφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αλλά αποδείχτηκαν σε κάποιες περιπτώσεις επιζήμιες.
«Τα οφέλη σε όρους ανάπτυξης είναι δύσκολο να αποδειχτούν, όταν εξετάζει κανείς μία ευρεία ομάδα χωρών» αναφέρουν και συνεχίζουν: «Από την άλλη το κόστος σε όρους διεύρυνσης των ανισοτήτων είναι εμφανές». Επισημαίνουν δε ότι οι αυξημένες ανισότητες πλήττουν με τη σειρά τόσο τους ρυθμούς όσο και τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης.
«Εάν η ανάπτυξη είναι ο μόνος ή κύριος στόχος της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, οι υποστηρικτές της ατζέντας αυτής θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στην αναδιανομή» καταλήγουν. Ο Ντάνι Ρόντρικ, καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ και γνωστός για την αμφισβήτηση των οφελών της παγκοσμιοποίησης, σχολίασε πως οι παραδοχές αυτές είναι καλοδεχούμενες, αλλά δεν αλλάζουν πολλά όσο υπάρχει «χάσμα» ανάμεσα στο ερευνητικό κομμάτι του Ταμείου και το επιχειρησιακό, το οποίο εξακολουθεί να επιμένει σε τέτοιες πολιτικές.
Η «λογιστική διευθέτηση» του ΕΚΑΣ δεν πείθει τους θεσμούς
Ανοικτά παρέμειναν τα «μέτωπα» που μας χωρίζουν από την εκταμίευση της δόσης των 7,5 δισ. ευρώ και μετά την πολύωρη χθεσινή τηλεδιάσκεψη με τους θεσμούς στην οποία από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν τόσο ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος όσο και ο αναπληρωτής Γιώργος Χουλιαράκης.
«Αγκάθι» παραμένει το θέμα του ΕΚΑΣ καθώς η ελληνική πλευρά επιμένει να μη ζητήσει τα αναδρομικά από τους συνταξιούχους και να λύσει το θέμα με «λογιστική διευθέτηση». Στην πλήρη εφαρμογή των ψηφισθέντων επιμένει όμως η πλευρά των δανειστών. Πονοκέφαλος και για τα κόκκινα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου καθώς η εμμονή των θεσμών να πουληθούν και αυτά στα funds δημιουργεί και δημοσιονομικό πρόβλημα καθώς θα καταπέσουν οι εγγυήσεις και θα προκληθεί αύξηση του χρέους, αλλά και της εξυπηρέτησής του.
Αρμόδια κυβερνητικά στελέχη έλεγαν μετά τη χθεσινή τηλεδιάσκεψη ότι -παρά τη χθεσινή ασυμφωνία- στόχος της κυβέρνησης παραμένει όλες οι απαιτούμενες διαδικασίες να έχουν ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό ώστε τα 7,5 δισ. να έχουν μεταφερθεί στο λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου το αργότερο μέχρι τις 20 Ιουνίου. Αυτό προϋποθέτει:
1. Ότι θα κλείσουν όλες οι εκκρεμότητες σε διαπραγματευτικό επίπεδο. Είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί και κατάθεση τροπολογιών στη Βουλή προκειμένου να διορθωθούν τα όσα ψηφίστηκαν μέσα στον Μάιο.
2. Ότι θα δοθεί το πράσινο φως από το Euroworking Group.
3. Ότι θα εγκριθεί η αποδέσμευση των χρημάτων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM).
Σημαντικές δανειακές υποχρεώσεις που να πιέζουν την ελληνική πλευρά για ακόμη ταχύτερη εκταμίευση της δόσης δεν υπάρχουν μέσα στον Ιούνιο. Ωστόσο, δεδομένου ότι από τα 7,5 δισ. ευρώ το 1,8 θα διατεθεί για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, το υπουργείο Οικονομικών θα ήθελε οι εκκρεμότητες να κλείσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα προκειμένου να ξεκινήσει να πέφτει και «φρέσκο χρήμα» (με τη μορφή αποπληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών) στην αγορά.
Κυβερνητικές πηγές εμφανίζονταν χθες καθησυχαστικές για το θέμα του ΕΚΑΣ (σ.σ.: οι δανειστές απαιτούν να εφαρμοστεί ο νόμος που προβλέπει αναδρομική περικοπή του επιδόματος από τις αρχές του χρόνου) αναφέροντας ότι το θέμα θα διευθετηθεί με «λογιστικό συμψηφισμό». Στην πράξη θα φανεί αν κατά τον συμψηφισμό αυτό, οι δικαιούχοι του ΕΚΑΣ θα περιμένουν -και για πόσο καιρό- να πάρουν πίσω τα χρήματα που θα τους παρακρατηθούν από τη σύνταξή τους.
Ο σχετικός κατάλογος με τις εκκρεμότητες, περιλαμβάνει -εκτός από το ΕΚΑΣ- τον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, την πώληση των κόκκινων δανείων που έχουν δοθεί με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, την ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού αλλά και αλλαγές που άπτονται της διοίκησης του νέου Ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων.