Τα χαρακτηριστικά του νέου αναπτυξιακού νόμου περιέγραψε από το βήμα του Intelligent Leaders Summit o γενικός γραμματέας στρατηγικών και ιδιωτικών επενδύσεων Λόης Λαμπριανίδης, υπό την επισήμανση ότι οι συνολικές επενδύσεις των τριών τελευταίων αναπτυξιακών νόμων, που ανέρχονται σε 38 δισ., αποτελούν το 7% του συνολικού Ακαθάριστου Σχηματισμού Πάγιου Κεφαλαίου στην οικονομία μεταξύ 1998 και 2014 (χωρίς τις επενδύσεις σε κατοικία, το ποσοστό ανέρχεται στο 13,2%).
Τα χαρακτηριστικά του νέου αναπτυξιακού νόμου περιέγραψε από το βήμα του Intelligent Leaders Summit o γενικός γραμματέας στρατηγικών και ιδιωτικών επενδύσεων Λόης Λαμπριανίδης, υπό την επισήμανση ότι οι συνολικές επενδύσεις των τριών τελευταίων αναπτυξιακών νόμων, που ανέρχονται σε 38 δισ., αποτελούν το 7% του συνολικού Ακαθάριστου Σχηματισμού Πάγιου Κεφαλαίου στην οικονομία μεταξύ 1998 και 2014 (χωρίς τις επενδύσεις σε κατοικία, το ποσοστό ανέρχεται στο 13,2%).
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Λαμπριανίδης ανέφερε ότι ο νέος αναπτυξιακός νόμος θέτει πλαφόν στο ύψος της ενίσχυσης που μπορεί να λάβει ένα επενδυτικό σχέδιο για να επιτευχθεί διασπορά των ωφελούμενων από τις κρατικές ενισχύσεις και προβλέπει ειδικές κατηγορίες ενίσχυσης: εξωστρέφεια, συγχωνεύσεις, αύξηση απασχόλησης, 2 κλάδους (ΤΠΕ – αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα), λιγότερο ευνοημένες περιοχές, οργανωμένους υποδοχείς.
Επίσης, χρησιμοποιεί νέα χρηματοδοτικά εργαλεία (funds) και η ενίσχυση γίνεται πρωτίστως με φοροαπαλλαγές (45% συνόλου ενισχύσεων) «καθώς μέσω αυτών ενισχύουμε πλέον και κυρίως την απόδοση και όχι όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, την ύπαρξη δαπανών ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος (95% ήταν επιχορηγήσεις)».
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Λαμπριανίδη, προκειμένου οι ενισχύσεις που παρέχονται με το κίνητρο της φοροαπαλλαγής (100%) να είναι ισοδύναμες με τις ενισχύσεις της επιχορήγησης, τα ποσά των επιχορηγήσεων ορίζονται στο 70% του ανώτερου επιτρεπόμενου ποσοστού του ΧΠΕ.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι στην Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια υπήρξε μια τεράστιας κλίμακας αποεπένδυση και προκειμένου να υπάρξει επαναφορά του επιπέδου του παγίου κεφαλαίου της ιδιωτικής οικονομίας στα επίπεδα του 2009 «εκτιμάται ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες ανέρχονται σε 79 δισ.».