Αύριο θα πραγματοποιηθεί -εκτός απροόπτου- η νέα συνεδρίαση του Euro Working Group προκειμένου να συζητηθούν περαιτέρω οι τρεις «πυλώνες» με τα μέτρα για το χρέος (βραχυπρόθεσμος, μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος).
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Αύριο θα πραγματοποιηθεί -εκτός απροόπτου- η νέα συνεδρίαση του Euro Working Group προκειμένου να συζητηθούν περαιτέρω οι τρεις «πυλώνες» με τα μέτρα για το χρέος (βραχυπρόθεσμος, μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος).
Επίσης, θα συνεχιστούν οι επαφές με το «κουαρτέτο» -δεν αναμένεται να υπάρξει επάνοδος των τεσσάρων στην Αθήνα μέχρι το επόμενο Eurogroup- προκειμένου να κλείσει οριστικά η συμφωνία, το λεγόμενο Staff Level Agreement, ει δυνατόν μέχρι την Κυριακή.
Την επόμενη εβδομάδα η κυβέρνηση θα καταθέσει ένα ακόμη νομοσχέδιο στη Βουλή, το οποίο θα περιλαμβάνει «κόκκινα» δάνεια, πακέτο έμμεσων φόρων, τον αυτόματο μηχανισμό περικοπής δαπανών και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Η ψήφισή του θα πρέπει να γίνει το αργότερο μέχρι τη Δευτέρα 23 Μαΐου ώστε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να μεταβεί στο Eurogroup της 24ης Μαΐου έχοντας εκπληρώσει τα όσα συμφωνήθηκαν προχθές στο έκτακτο Eurogroup.
Ερμηνεύοντας την προχθεσινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, κυβερνητικά στελέχη ισχυρίζονταν ότι παρά τον προληπτικό μηχανισμό που θα ψηφιστεί μέσα στο επόμενο 10ήμερο, η ελληνική κυβέρνηση θα έχει στη διάθεσή της ένα ή και δύο χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων δεν θα χρειαστεί να επιβάλει νέα μέτρα.
Ο «αυτόματος κόφτης» θα λειτουργεί ως εξής: Κάθε Απρίλιο θα κρίνεται με βάση τις ανακοινώσεις της Eurostat το αν έχει εκπληρωθεί ο δημοσιονομικός στόχος της επόμενης χρονιάς.
Οι πρώτες «εξετάσεις» θα δοθούν τον Απρίλιο του 2017, μήνα κατά τον οποίο θα κριθεί αν ο προϋπολογισμός του 2016 έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% (βάσει της μνημονιακής ερμηνείας).
Αν δεν υπάρξουν αποκλίσεις, η κυβέρνηση θα εκτελέσει κανονικά τον προϋπολογισμό του 2017 που θα έχει ψηφιστεί από τον Νοέμβριο του 2016.
Αν υπάρξουν, ο υπουργός Οικονομικών θα γνωστοποιεί το ποσό που θα πρέπει να εξασφαλιστεί είτε από περικοπές δαπανών (και μάλιστα συγκεκριμένων κωδικών του προϋπολογισμού, όπως αυτών που περιλαμβάνουν μισθούς και συντάξεις) είτε από αυξήσεις φόρων.
Η Βουλή θα ψηφίζει είτε αναθεώρηση του προϋπολογισμού του τρέχοντος έτους είτε τα συγκεκριμένα μέτρα που θα εξασφαλίζουν την κάλυψη της απόκλισης.
Δηλαδή, ο υπουργός Οικονομικών μέσα σε ασφυκτική προθεσμία ενός μήνα θα προσδιορίζει το ύψος των μέτρων και τις περιοχές από τις οποίες θα χρηματοδοτηθούν αυτά τα μέτρα και η Βουλή θα ψηφίζει τον ακριβή μηχανισμό επιβολής των μέτρων.
Σε πρακτικό επίπεδο, στο κυβερνητικό στρατόπεδο αισιοδοξούν ότι και ο φετινός προϋπολογισμός θα εκτελεστεί κανονικά, καθώς και η διεθνής συγκυρία ευνοεί (το πετρέλαιο παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ενώ αναμένεται μια ακόμη θετική χρονιά στον τουρισμό) και ο φετινός προϋπολογισμός ενισχύθηκε με καθαρά εισπρακτικά μέτρα ύψους άνω των δύο δισ. ευρώ.
Άλλωστε, για το 2016 ο «πήχης» παραμένει χαμηλά, με τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος να παραμένει στο 0,5% έναντι πλεονάσματος 0,7% που έκλεισε τελικώς ο προϋπολογισμός του 2016.
Τα «δύσκολα» θα εμφανιστούν την άνοιξη του 2018 όταν θα κριθεί αν έχουμε εκπληρώσει ή όχι τον δύσκολο στόχο του 2017 (πλεόνασμα 1,75%).
Για το θέμα του χρέους, στο πλαίσιο του Euro Working Group, θα εξειδικευτεί περαιτέρω το τι θα μπορεί να περιλαμβάνουν οι τρεις «πυλώνες» των μέτρων ελάφρυνσης.
Με βάση τις μέχρι τώρα πληροφορίες:
1. Στον βραχυπρόθεσμο πυλώνα (πρόκειται για παρεμβάσεις που θα γίνουν κατά τη διάρκεια εφαρμογής του 3ου μνημονίου) εντάσσεται η αποπληρωμή παλαιότερων δανείων που είχαν χορηγηθεί στην Ελλάδα, κυρίως στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου.
Από αυτήν την «αναχρηματοδότηση» η Ελλάδα μπορεί να προσβλέπει σε μείωση τόκων, καθώς τα πρώτα δάνεια που δόθηκαν από τους θεσμούς και ειδικά από το ΔΝΤ βαρύνονταν με επιτόκιο ακόμη και 4,5%.
Πτώση επιτοκίου περίπου 2,5 μονάδων για δάνεια 10 δισ. ευρώ μπορεί να μειώσει τους τόκους κατά 250 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που η χώρα είναι προγραμματισμένο να επιβαρύνεται με τόκους της τάξεως των 5-6 δισ. ευρώ για τα επόμενα χρόνια.
2. Στον μεσοπρόθεσμο πυλώνα θα περιληφθούν τα μέτρα που θα ενεργοποιηθούν με την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου.
Χρονικά, η λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων τοποθετείται στην άνοιξη του 2019 καθώς τότε θα κρίνεται αν η Ελλάδα έχει εκπληρώσει και τον τελικό στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Τότε θα πρέπει και πάλι να κριθεί αν θα πρέπει να ενεργοποιηθεί ο έκτακτος μηχανισμός μέτρων ή όχι (σ.σ.: δεδομένου ότι το μνημόνιο ορίζει ως στόχο το πλεόνασμα να παραμείνει στο 3,5% και μετά το 2018).
Εφόσον οι στόχοι έχουν εκπληρωθεί, η ελληνική πλευρά θα μπορεί να προσβλέπει στην επιστροφή των κερδών που έχουν αποκομίσει οι κεντρικές τράπεζες από την αγορά ελληνικών ομολόγων (σ.σ.: είναι ένα ποσό της τάξεως των 10 δισ. ευρώ) προκειμένου να μειωθεί ισόποσα το ελληνικό χρέος.
Στα μακροπρόθεσμα μέτρα θα εξεταστούν μεγαλύτερες περίοδοι χάριτος για την Ελλάδα (σ.σ.: το ζητούμενο είναι να εξομαλυνθούν οι υποχρεώσεις ειδικά του 2022, έτος κατά το οποίο πρέπει να πληρώσουμε πάνω από 23 δισ. ευρώ), αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής του ελληνικού χρέους (σ.σ.: σήμερα η αποπληρωμή του εκτείνεται περίπου στα 40 χρόνια), αλλά και ορισμός «πλαφόν» στο επιτόκιο σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η μετατροπή του από κυμαινόμενο σε σταθερό.
Τα οφέλη από την ολοκλήρωση της συμφωνίας
Συμφωνία στο Eurogroup της 24ης Μαΐου θα σηματοδοτήσει για την ελληνική πλευρά:
1. Την εκταμίευση της πολυπόθητης δόσης από τον ESM. Ως προς το ύψος της δόσης θα γίνει σκληρή διαπραγμάτευση τις επόμενες ημέρες.
Η ελληνική πλευρά διεκδικεί, σύμφωνα με πληροφορίες, ποσό της τάξεως των 9-10 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τις υπολειπόμενες δόσεις του 2015 (5,7 δισ. ευρώ που έπρεπε να έχουν δοθεί από τον περασμένο Νοέμβριο και Δεκέμβριο) και επιπλέον 4,3 δισ. ευρώ που ήταν προγραμματισμένο να εκταμιευτούν μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2016.
Αυτό το ποσό επαρκεί για την κάλυψη των άμεσων δανειακών υποχρεώσεων (περιλαμβανομένων και των ομολόγων της ΕΚΤ ύψους 2,3 δισ. ευρώ που λήγουν μέσα στον Ιούλιο), αλλά και για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να ρίξει στην πραγματική αγορά περίπου τρία δισ. ευρώ.
Το αν ο στόχος θα ικανοποιηθεί, θα εξαρτηθεί από το τι θα γίνει στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.
2. Τη λήψη μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Και μόνο η ανάκτηση του δικαιώματος των τραπεζών να δανείζονται απευθείας από την ΕΚΤ και όχι μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ενίσχυσης της Ρευστότητας (ELA) θα φέρει σημαντική μείωση στο κόστος των τραπεζών. Θα εξεταστεί επίσης η ένταξη και των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.