Από στασιμότητα και αρνητικό κλίμα χαρακτηρίζονται οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τις απόψεις των μεγάλων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα έρευνας της Data RC και της Stat Bank, για τα επόμενα δύο χρόνια οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας χαρακτηρίζονται "ούτε θετικές ούτε αρνητικές" από το 43% των επιχειρήσεων, "αρνητικές" από το 36% και "θετικές" από το 19% των επιχειρήσεων.
Πιο αρνητικό είναι το κλίμα για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις οι οποίες βλέπουν ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι αρνητικές σε ποσοστό 52,4%.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τα προβλήματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις τα επόμενα δύο χρόνια είναι κατά πλειοψηφία ο ισχυρός ξένος ανταγωνισμός (ποσοστό αναφοράς 86,4%), το υψηλό κόστος χρήματος (ποσοστό αναφοράς 55,9%) και η μειωμένη ζήτηση (ποσοστό αναφοράς 52,4%). Ταυτόχρονα σημαντικά προβλήματα θα αποτελέσουν το υψηλό κόστος εργασίας, το θεσμικό-πολιτικό περιβάλλον και η έλλειψη καινοτομιών.
Εξάλλου σύμφωνα με έρευνα της Stat Bank για τα αποτελέσματα 2005 εισαγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων, αυξημένες κατά 11,2% εμφανίζονται οι πωλήσεις το 2004 φτάνοντας τα 55,45 δισ. ευρώ και κατά 9,6% τα κέρδη των εταιριών που διαμορφώθηκαν στο ποσό των 2,16 δισ. ευρώ.
Πρώτος σε κύκλο εργασιών αναδείχθηκε ο κλάδος εμπορίας αυτοκινήτων και ανταλλακτικών που ταυτόχρονα διατήρησε το προβάδισμα σε επίπεδο της κερδοφορίας. Ο συνολικός κύκλος εργασιών έφτασε τα 10 δισ. ευρώ έναντι 8,4 δισ. ευρώ το 2003 σημειώνοντας αύξηση κατά 19%. Τα προ φόρων κέρδη για το 2004 ήταν 300 εκατ. ευρώ έναντι 267 εκατ. ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο δεύτερος σημαντικότερος κλάδος από άποψη τζίρου ήταν αυτός των σουπερμάρκετ, ο οποίος διαχειρίστηκε συνολικές πωλήσεις 7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την έρευνα της Stat Bank οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις κινούνται πλέον με "δύο ταχύτητες". Από τη μία πλευρά υπάρχουν κάποιες εταιρίες που κατορθώνουν να αυξήσουν τα κέρδη τους ως και 30%. Από την άλλη υπάρχει ένας αριθμός αλυσίδων που είτε είναι ζημιογόνες είτε εμφανίζουν μείωση κερδών. Ενδεικτικό της συγκεκριμένης τάσης είναι ότι οι 34 από τις 101 επιχειρήσεις είναι ζημιογόνες. Σύμφωνα με την έρευνα (και αφού αφαιρεθούν τα στοιχεία της Carrefour Μαρινόπουλος τα οποία δεν είναι συγκρίσιμα) προκύπτει ότι ο συνολικός τζίρος των αλυσίδων αυξήθηκε κατά 7,5% αλλά τα προ φόρων κέρδη εμφάνισαν αύξηση 2,29%.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Stat Bank οι συνολικές πωλήσεις των 50 εταιριών εμπορίας καυσίμων διαμορφώθηκαν σε 8,2 δισ. ευρώ και τα προ φόρων κέρδη έφτασαν τα 154,1 εκατ. ευρώ. Η πολυεθνική BP αποδείχθηκε η πλέον κερδοφόρος επιχείρηση του κλάδου με καθαρά κέρδη 70 εκατ. ευρώ.
Στον χώρο της εμπορίας φαρμάκων και καλλυντικών παρατηρήθηκε αύξηση του τζίρου και των κερδών με τον πρώτο να διαμορφώνεται σε 4,8 δισ. ευρώ (αύξηση 12%) και τα κέρδη προ φόρων να φτάνουν τα 218 εκατ. ευρώ (αύξηση 17%). Ο κλάδος κατατάσσεται τέταρτος με βάση τις πωλήσεις και δεύτερος με βάση τα προ φόρων κέρδη. Ενισχυμένες εμφανίζονται κυρίως οι εταιρίες διακίνησης φαρμάκων αλλά και οι λιανέμποροι καλλυντικών.
Ο περιορισμός των ζημιών και η επιστροφή στην κερδοφορία ορισμένων εταιριών εμπορίας τροφίμων που το 2003 είχαν εμφανίσει μεγάλες ζημιές είναι η βασική αιτία που ο κλάδος αύξησε την κερδοφορία του το 2004 στα 83,7 εκατ. ευρώ από 60 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις διαμορφώθηκαν στα 3,2 δισ. ευρώ ενώ το περιθώριο κέρδους είναι μόλις 2,6%.
Στον χώρο των ηλεκτρικών συσκευών, τα συνολικά κέρδη των 70 αλυσίδων μειώθηκαν στα 38 εκατ, ευρώ έναντι 69 εκατ. ευρώ παρότι οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 5% στα 2,5 δισ. ευρώ.
Το 2004 ο κλάδος των εταιριών εμπορίας μηχανών γραφείου είχε τζίρο 2,3 δισ. ευρώ και κέρδη 73 εκατ. ευρώ. Η άνοδος της κερδοφορίας κατά 88% δεν αντικατοπτρίζει τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος. Ως ένα βαθμό είναι αποτέλεσμα της πορείας των βελτιωμένων οικονομικών αποτελεσμάτων της Info-Quest και της πλέον κερδοφόρας εταιρίας του κλάδου, της Πλαίσιο.
Μειωμένα κατά 7,9% εμφανίζονται τα προ φόρων κέρδη των μεγαλύτερων εισαγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων ποτών κατά το 2004 σε σχέση με το 2003.
Τέλος τα συνολικά κέρδη των οκτώ μεγαλύτερων εισαγωγικών εταιριών εμπορίας τσιγάρων μειώθηκαν κατά 29%. Αντιστοίχως οι πωλήσεις τους περιορίστηκαν κατά 4,7% για να διαμορφωθούν στο ποσό των 292 εκατ. ευρώ.