Σημαντική για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά και τις προοπτικές ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, θεωρείται η σημερινή έκτακτη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις Βρυξέλλες, ωστόσο δύσκολα θα υπάρξουν σήμερα τελικές αποφάσεις.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Σημαντική για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά και τις προοπτικές ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, θεωρείται η σημερινή έκτακτη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις Βρυξέλλες, ωστόσο δύσκολα θα υπάρξουν σήμερα τελικές αποφάσεις.
Οι δηλώσεις και οι προτάσεις, μέσω διαρροών, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ώρες κινούνται πολλές φορές σε αντίθετη κατεύθυνση και αυτό προφανώς οφείλεται στην πολυπλοκότητα των θεμάτων, που έχει ως αποτέλεσμα να μην έχει διαμορφωθεί ακόμη η απαραίτητη συναίνεση.
Πάντως, χθες, κοινοτικές πηγές εκτιμούσαν ότι στη σημερινή συνεδρίαση δύσκολα θα υπάρξει οριστική απόφαση, όχι μόνο εξαιτίας των διαφωνιών στο θέμα του εφεδρικού «πακέτου», αλλά και λόγω της συζήτησης για το χρέος. Κι αυτό γιατί μέχρι και πριν από λίγες μέρες κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υποστήριζαν ότι πρώτα θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και μετά θα ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος.
Ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ, όμως, αποφάσισε να την αρχίσει τώρα και λογικά από τη σημερινή συζήτηση θα προκύψει και το χρονοδιάγραμμα. Στα υπέρ για τη χώρα μας η πολύ μεγάλη στήριξη που έχει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ειδικότερα τον πρόεδρο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και τον επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί. Χθες, λίγες ώρες πριν από τη σημερινή κρίσιμη συζήτηση, ο κ. Γιούνκερ σε συνέντευξή του σε γερμανικές εφημερίδες ανέφερε ότι η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τους στόχους, στέλνοντας με έμμεσο αλλά σαφέστατο τρόπο για πολλοστή φορά το μήνυμα ότι δεν χρειάζεται η εξειδίκευση των μέτρων του εφεδρικού πακέτου.
«Η Ελλάδα έχει σχεδόν επιτύχει τους στόχους, τα οικονομικά στοιχεία είναι καλύτερα των αναμενόμενων, δεν τίθεται θέμα νέου μνημονίου και σίγουρα ούτε εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη» υπογραμμίζει ο κ. Γιούνκερ στις εφημερίδες του γερμανικού δημοσιογραφικού ομίλου Funke. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Κομισιόν, βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή στο στάδιο της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος και οι στόχοι έχουν σχεδόν επιτευχθεί. Πρόσθεσε ότι στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης θα γίνει μια πρώτη συζήτηση για το πώς μπορεί το ελληνικό χρέος να γίνει βιώσιμο, ενώ, όπως είπε, με το παρόν πρόγραμμα, το οποίο άρχισε να υλοποιείται το καλοκαίρι του 2015, η Ελλάδα απέκτησε τη βάση για να επιστρέψει σε μια μόνιμη και σταθερή οικονομική ανάπτυξη.
Στις Βρυξέλλες θεωρούν ως ιδανική εξέλιξη για τη χώρα μας στη σημερινή συνεδρίαση να κλείσει οριστικά το πακέτο των 5,4 δισ. ευρώ, να καθοριστεί ο μηχανισμός ενεργοποίησης του εφεδρικού πακέτου ύψους 3,6 δισ. ευρώ χωρίς εξειδίκευση των μέτρων και να δρομολογηθεί μια συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους στο διάστημα που απομένει μέχρι την επόμενη τακτική συνεδρίαση του Εurogroup (24 Μαΐου).
Ωστόσο, επειδή δεν είναι δεδομένα όλα αυτά, κυρίως μια απόφαση για το χρέος, η Κομισιόν θα προτείνει, σύμφωνα με το Βloomberg, να γίνει εκταμίευση της δόσης στην Ελλάδα, ώστε να ανταποκριθεί η χώρα στις δανειακές ανάγκες του Ιουλίου, υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα νομοθετήσει τον μηχανισμό ενεργοποίησης των εφεδρικών. Πάντως, δεν είναι εύκολο πολιτικά για ορισμένες κυβερνήσεις να αποδεσμεύσουν την εκταμίευση της δόσης χωρίς να υπάρχει προηγουμένως συνολική συμφωνία, και αυτό το ξέρει η Κομισιόν, αλλά προφανώς η πρόταση αυτή (δεν επιβεβαιώνεται επισήμως) έγινε και ως μέσο πίεσης σε κάποιες χώρες προκειμένου να επισπεύσουν την προετοιμασία της τελικής συμφωνίας μέχρι τις 24 Μαΐου. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, κατά τη διάρκεια της σημερινής συζήτησης στο Εurogroup θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν δύο παράμετροι, που θεωρούνται καθοριστικοί για την τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης.
Η πρώτη έχει να κάνει με το εφεδρικό πακέτο και το κατά πόσο θα καμφθεί και με ποια ανταλλάγματα το ΔΝΤ, το οποίο επιμένει σε εξειδίκευση των προληπτικών μέτρων ύψους 3,6 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ. Και αν καμφθεί θα πρέπει να ξεκαθαρίσει επίσης τι εννοεί η κα Λαγκάρντ όταν λέει ότι εάν δεν εξειδικευθούν τα μέτρα, τότε θα πρέπει οι Ευρωπαίοι να προχωρήσουν σε ουσιαστική απομείωση του χρέους.
Από την άλλη, το Βερολίνο βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί δεν είναι εύκολο να μεταφέρει την πίεση στην Ελλάδα για εξειδίκευση των μέτρων, από τη στιγμή που η Κομισιόν έχει πάρει σαφέστατα θέση κατά αυτού του ενδεχόμενου, ενώ στο Εurogroup θεωρείται πολύ πιθανό ότι θα στηρίξουν την Κομισιόν και μεγάλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Από την άλλη δεν είναι εύκολο για τη γερμανική κυβέρνηση να συναινέσει σε μια δραστική απόφαση υπέρ της ελάφρυνσης του χρέους, γιατί το εσωτερικό πολιτικό κλίμα στη χώρα αυτή δεν είναι ευνοϊκό για την κα Μέρκελ και οποιαδήποτε παραχώρησή της θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ακραίους που βρίσκονται δεξιά της.
Σενάρια που κυκλοφορούν για προώθηση μεσοβέζικης λύσης για το χρέος από το Βερολίνο, που ναι μεν θα διασφαλίζει τη διαχείρισή του τα επόμενα χρόνια, αλλά δεν θα δίνει οριστική λύση, παρά μόνο δεσμεύσεις για το μέλλον, δύσκολα θα γίνουν δεκτά από το ΔΝΤ, κυρίως αν η κα Λαγκάρντ εγκαταλείψει τη θέση της για εξειδίκευση των προληπτικών μέτρων. Για να μπορέσει η επικεφαλής του ΔΝΤ να πάει στο διοικητικό της συμβούλιο και να ζητήσει έγκριση συμμετοχής στο πρόγραμμα, θα πρέπει οι αποφάσεις για το χρέος να είναι πολύ ισχυρές. Ούτε τη χώρα μας εξυπηρετεί «ρύθμιση» που θα παραπέμπει τη λύση σε βάθος χρόνου, δηλαδή στις καλένδες, γιατί δεν θα στείλει το μήνυμα στις αγορές και τους υποψήφιους επενδυτές ότι το Grexit έφυγε οριστικά από το τραπέζι.
Συνεπώς, η αναζήτηση μιας συμφωνίας που θα θεωρείται για όλες τις πλευρές ισορροπημένη ναι μεν είναι το ζητούμενο, αλλά εξεύρεση αυτού του κοινού τόπου είναι δύσκολη υπόθεση.
Εισήγηση από τους τεχνοκράτες
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό που είχε γίνει την περασμένη βδομάδα, σήμερα το πρωί πριν από τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών θα γίνει μια αξιολόγηση της κατάστασης σε τεχνικό επίπεδο, στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας (EWG) του Eurogroup, υπό την προεδρία του Τόμας Βίζερ. Εκεί προφανώς θα προετοιμαστεί μια τελική εισήγηση από τους τεχνοκράτες πριν περάσει η «σκυτάλη» σε πολιτικό επίπεδο.
Αναλύσεις γερμανικού... Τύπου
Επιφύλαξη για το αν η Αθήνα θα καταφέρει να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις της εκφράζει η γερμανική εφημερίδα «Die Welt», χαρακτηρίζοντας την Ελλάδα «χώρα των ηττημένων». Όπως αναφέρει στο δημοσίευμά της «για να λάβει η Ελλάδα κι άλλα χρήματα θα πρέπει να κάνει οικονομία και μεταρρυθμίσεις». «Μετά από 7 χρόνια κρίσης, μεταρρυθμίσεων και λιτότητας, η ανάκαμψη ακόμη δεν έχει επιστρέψει στην Ελλάδα» σχολιάζει χαρακτηριστικά αναφερόμενη και στην επίμαχη ψήφιση του φορολογικού και ασφαλιστικού νομοσχεδίου στη Βουλή, ενώ η αξιολόγηση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
«Η χώρα έχει παραλύσει από τις απεργίες των συνδικάτων που αντιδρούν στη φορολογική και ασφαλιστική μεταρρύθμιση χαρακτηρίζοντάς την “ταφόπλακα” για τους εργαζόμενους» προσθέτει, επισημαίνοντας ότι οι περικοπές των συντάξεων που θα φτάσουν σε ύψος έως και το 30% ίσως να μην ικανοποιήσουν τους δανειστές. «Αν ο πρωθυπουργός Τσίπρας θα καταφέρει να επιβιώσει σε αυτήν την πολιτική της λιτότητας είναι ένα ερώτημα που δεν απασχολεί μόνον τους Έλληνες, αλλά και τους δανειστές, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τι θα γίνει μέσα στις επόμενες εβδομάδες με τον άνθρωπο που σήμερα διαπραγματεύονται μαζί του» σχολιάζει.
Γερμανία και Γαλλία είναι βαθιά διχασμένες όσον αφορά τη «βοήθεια» προς την Ελλάδα και ειδικότερα στο ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, τονίζει το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», το οποίο εκτιμά ότι η συμφωνία στο Εurogroup της Δευτέρας απειλείται με αποτυχία λόγω ακριβώς του θέματος της ελάφρυνσης του χρέους. Συγκεκριμένα, το «Spiegel» αναφέρει πως o Γάλλος υπουργός Οικονομικών M. Σαπέν υποστηρίζει τις ελαφρύνσεις για την Ελλάδα, προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να επιτύχει την ψήφιση των μέτρων που απαιτούν οι δανειστές, ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε τις απορρίπτει κατηγορηματικά. Το γερμανικό περιοδικό επισημαίνει επίσης ότι και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ θεωρεί τις απαιτήσεις για προληπτικά μέτρα ως πολιτικά ευαίσθητο θέμα.