Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 13 Ιουλίου 2005 16:50

Icap: Καλές οι προοπτικές για την πλαστική συσκευασία

Αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό 4%-5% (σε ποσότητα) για τη διετία 2005-2006 αναμένεται να σημειώσει η συνολική εγχώρια κατανάλωση πλαστικών ειδών συσκευασίας, όπως τονίζεται σε έρευνα της Icap.

Η εγχώρια αγορά των πλαστικών ειδών συσκευασίας ακολούθησε ανοδική πορεία το χρονικό διάστημα 1995-2004, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,3%, καλύφθηκε δε κυρίως από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.

Το μεγαλύτερο μερίδιο καταλαμβάνουν διαχρονικά οι σάκοι, οι σακούλες και οι τσάντες, η συμμετοχή των οποίων εκτιμάται σε 29% της συνολικής αγοράς πλαστικών ειδών συσκευασίας το 2004. Ακολουθούν τα πλαστικά φύλλα-φιλμ με μερίδιο συμμετοχής 26% και έπονται οι φιάλες και τα λοιπά φιαλοειδή με ποσοστό 20%.

Οι μεταβολές της τιμής του πετρελαίου έχουν ως αποτέλεσμα να παρουσιάζονται σημαντικές διακυμάνσεις στο κόστος παραγωγής των πλαστικών ειδών συσκευασίας, οι οποίες συχνά δεν είναι εφικτό να προβλεφθούν και να αντιμετωπιστούν. Η ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου την τελευταία τριετία οδήγησε σε αντίστοιχη άνοδο των τιμών των παραγώγων του, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά το κόστος παραγωγής, περιορίζοντας τα περιθώρια κέρδους και αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις του κλάδου να μεταφέρουν τις αυξήσεις των τιμών στους πελάτες τους. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου προκαλεί επίσης άνοδο του μεταφορικού κόστους, το οποίο είναι σημαντικό για τις περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου, καθώς αρκετά από τα εξεταζόμενα προϊόντα καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο.

Η ανακύκλωση των πλαστικών απορριμμάτων συσκευασίας αποτελεί ένα επίμαχο ζήτημα για τις επιχειρήσεις του κλάδου. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό ανακύκλωσης πλαστικού, ενώ είναι η μόνη χώρα της Δυτικής Ευρώπης που παρουσιάζει αντίστοιχο ποσοστό μικρότερο του 5%. Θετικό θεωρείται το γεγονός ότι οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να συμμορφώνονται με το θεσμικό πλαίσιο για την αξιοποίηση των πλαστικών απορριμμάτων. Η συνεπής εφαρμογή των ρυθμίσεων της νομοθεσίας αναμένεται να συμβάλει στην εξοικονόμηση ενέργειας, στη μείωση του κόστους και στην προστασία του περιβάλλοντος.