Τις έντονες αντιδράσεις της αγοράς προκαλεί η πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει των κανονικό συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%, ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημα του ΔΝΤ. Τα στελέχη του Ταμείου, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της διαπραγμάτευσης που είχαν ανταλλαγεί το τελευταίο διάστημα μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά φυσικά και από τη συνομιλία του Πολ Τόμσεν με την Ντέλια Βελκουλέσκου, πίεζαν την κυβέρνηση για «παρεμβάσεις» στον ΦΠΑ, αδιαφορώντας βέβαια ακόμη μια φορά για τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.
Από την έντυπη έκδοση
Των Γιώργου Κούρου και Φάνη Ζώη
Τις έντονες αντιδράσεις της αγοράς προκαλεί η πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει των κανονικό συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%, ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημα του ΔΝΤ. Τα στελέχη του Ταμείου, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της διαπραγμάτευσης που είχαν ανταλλαγεί το τελευταίο διάστημα μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά φυσικά και από τη συνομιλία του Πολ Τόμσεν με την Ντέλια Βελκουλέσκου, πίεζαν την κυβέρνηση για «παρεμβάσεις» στον ΦΠΑ, αδιαφορώντας βέβαια ακόμη μια φορά για τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, απαίτησαν και την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 23% στα τιμολόγια της ΔΕΗ και της ΕΥΔΑΠ, την οποία τελικά για να αποφύγει το οικονομικό επιτελείο αντιπρότεινε προς το κουαρτέτο την αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ, από το 23% στο 24%.
Πρόταση πάντως η οποία σε κάθε περίπτωση «φουσκώνει» τον τελικό «λογαριασμό» των επικείμενων φορολογικών αλλαγών που σχεδιάζει η κυβέρνηση, προκειμένου να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό και να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Ταυτόχρονα, δε, έχει προκαλέσει αίσθηση στην αγορά, αλλά και στους φορολογούμενους, αφού αναμένεται να έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, καθώς θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ασθενική κατανάλωση με ό,τι φυσικά συνεπάγεται αυτό για την πραγματική οικονομία, η οποία εξακολουθεί να βυθίζεται στην ύφεση. Και όλα αυτά μάλιστα την ώρα που «αγνοούνται» ακόμη οι σχεδιαζόμενες ανατροπές στην έμμεση φορολογία, οι οποίες σε κάθε περίπτωση θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τους φορολογούμενους, ειδικά δε τις ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού.
Στόχος πάντως της συγκεκριμένης πρότασης, η οποία εξετάζεται μάλιστα να εφαρμοστεί από την 1η Ιουλίου, χωρίς να αποκλείεται και αργότερα, είναι η αύξηση των εσόδων του Δημοσίου κατά 400 - 500 εκατ. ευρώ, ποσό που καλύπτει μεγάλο μέρος της «τρύπας» που δημιουργεί η αναζήτηση μέτρων ύψους 1% του ΑΕΠ το διάστημα 2017 - 2018.
Αντιδράσεις
Μεγάλες αντιδράσεις προκαλεί στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας η σχεδιαζόμενη αύξηση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ κατά μία εκατοστιαία μονάδα, από το 23% στο 24%, από την 1η Ιουλίου του 2016.
H κυβέρνηση, σχολίαζαν παράγοντες της αγοράς, μπορεί να προσδοκά επιπλέον έσοδα ύψους 400-500 εκατ. ευρώ, ωστόσο, σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς από την αύξηση του ΦΠΑ, η επιβάρυνση της αγοράς ετησίως θα είναι πολλαπλάσια του ποσού που προσδοκά.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του πρόεδρου της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου: «Η επιμελητηριακή κοινότητα έχει αναδείξει επανειλημμένα τις εφιαλτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ασκείται η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο να βρεθεί η χώρα αντιμέτωπη με ένα ανεξέλεγκτο κύμα πτωχεύσεων, αρνητικών επενδύσεων και επιχειρηματικής μετανάστευσης. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια οι προειδοποιήσεις έχουν επιβεβαιωθεί στην πράξη, από τον αυξανόμενο αριθμό των λουκέτων, των αρνητικών επενδύσεων, αλλά και των επιχειρήσεων που οδηγούνται στην έξοδο από την Ελλάδα, αναζητώντας ένα βιώσιμο περιβάλλον σε χώρες των Βαλκανίων και της Ε.Ε. Η φημολογούμενη αύξηση στο 24% του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ θα δώσει τη χαριστική βολή στην αγορά, που ήδη υπολειτουργεί λόγω της δραματικής μείωσης της ζήτησης, εξαιτίας της ανέχειας που βιώνουν οι καταναλωτές. Κάθε αύξηση των τιμών των προϊόντων σημαίνει και μείωση πωλήσεων. Και δυστυχώς, αυτή την εξαιρετικά δυσμενή περίοδο, ελάχιστες είναι οι επιχειρήσεις που, όσο και αν το θέλουν, θα καταφέρουν να απορροφήσουν οι ίδιες την αύξηση των τιμών που θα προκαλέσει η άνοδος του συντελεστή ΦΠΑ. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας δεν μπορεί να γίνει με αποσπασματικά εισπρακτικά μέτρα. Αντίθετα, μάλιστα, η δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου και η μείωση της φορολογίας συνθέτουν το μοναδικό αντίδοτο στην ύφεση. Ας ελπίσουμε ότι η Πολιτεία θα αφυπνιστεί προτού να είναι πολύ αργά και δεν θα επιβεβαιώσει τα νέα σενάρια για δυσβάστακτες φορολογικές επιβαρύνσεις».
Από την πλευρά του σε ερώτηση της «Ν» ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας Γιάννης Χατζηθεοδοσίου ανέφερε: «Συνεχίζεται ανελέητη η φοροεπιδρομή που έχει πλήξει βάναυσα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μία ενδεχόμενη αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24% θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στην αγορά, καθώς θα μειωθεί η κατανάλωση, πολλές επιχειρήσεις δεν θα καταφέρουν να αντέξουν, ενώ θα έχει αρνητικές συνέπειες σε βασικούς τομείς της οικονομίας μας. Ανάπτυξη δεν μπορεί να έρθει μόνο με την υπερφορολόγηση».
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η υιοθέτηση της εν λόγω πρότασης θα φέρει άμεσα ανατιμήσεις σε όλες τις υπηρεσίες και σε πολλά προϊόντα που σήμερα είναι στο 23%.
Δεύτερο κύμα στα νησιά
Εκτός από την επικείμενη αύξηση του ΦΠΑ από 23% σε 24%, τον προσεχή Ιούλιο θα ενεργοποιηθεί και το δεύτερο κύμα αυξήσεων στα νησιά, μετά την κατάργηση του ειδικού καθεστώτος (μειωμένοι συντελεστές κατά 30% συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα) που ίσχυε μέχρι πρότινος και επί της ουσίας, από την 1η Ιανουαρίου 2017, φέρνει το ίδιο καθεστώς σε όλη τη χώρα χωρίς διαφοροποιήσεις στους συντελεστές που ισχύουν, δηλαδή 6%, 13% και 23% ή 24% εφόσον υιοθετηθεί η σχετική πρόταση.
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Οκτώβριο είχαν αναπροσαρμοστεί οι συντελεστές ΦΠΑ σε Ρόδο, Σαντορίνη, Μύκονο, Νάξο, Πάρο και Σκιάθο, ενώ θα ακολουθήσουν δύο ακόμη ομάδες νησιών την 1η Ιουνίου 2016 και την 1η Ιανουαρίου 2017, με τα απομακρυσμένα νησιά να μπαίνουν στην τελευταία ομάδα.