Σε διαπραγμάτευση για «γερά νεύρα» εξελίσσονται οι διαβουλεύσεις στο ασφαλιστικό μεταξύ του υπουργείου Εργασίας και των εκπροσώπων των θεσμών, οι οποίοι αναχώρησαν από τη χώρα μας και θα επιστρέψουν στην Αθήνα στις 2 Απριλίου, μετά το Πάσχα των Καθολικών, για να ολοκληρωθεί ο τελευταίος γύρος των συζητήσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Σε διαπραγμάτευση για «γερά νεύρα» εξελίσσονται οι διαβουλεύσεις στο ασφαλιστικό μεταξύ του υπουργείου Εργασίας και των εκπροσώπων των θεσμών, οι οποίοι αναχώρησαν από τη χώρα μας και θα επιστρέψουν στην Αθήνα στις 2 Απριλίου, μετά το Πάσχα των Καθολικών, για να ολοκληρωθεί ο τελευταίος γύρος των συζητήσεων.
Στις δύο τελευταίες συναντήσεις που είχε μέσα στο Σαββατοκύριακο ο υπουργός Εργασίας Γ. Κατρούγκαλος με το κουαρτέτο των θεσμών, παρουσία του υπουργού Οικονομικών Ε. Τσακαλώτου, ετέθησαν όλα τα θέματα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο απολογισμός των πέντε τελευταίων επαφών που είχαν οι δύο πλευρές τις δύο προηγούμενες εβδομάδες περιλαμβάνει ουσιαστικά σημεία συγκλίσεων στο καυτό θέμα του ασφαλιστικού, αλλά και σημαντικές αποκλίσεις.
Πού βρισκόμαστε σήμερα
1. Εθνική σύνταξη 384 ευρώ για όλους με 20 έτη ασφάλισης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, και 345,6 ευρώ για όσους έχουν 15 έτη ασφάλισης. Δηλαδή, σε σχέση με την αρχική πρόταση της κυβέρνησης θα υπάρχει μείωση της εθνικής σύνταξης έως και 10% για όσους έχουν 15 συντάξιμα έτη ασφάλισης. Αυτό σημαίνει μείωση κατά 2% ανά έτος, από το 19ο έτος έως και το 15ο έτος. Μάλιστα, ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος απέρριψε ως ανυπόστατα όλα τα σενάρια που έκαναν λόγο για εθνική σύνταξη στα 288 ευρώ.
2. Ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης. Σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας, το ΔΝΤ εξακολουθεί να έχει τις μεγαλύτερες διαφωνίες στο περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης για τα θέματα των ποσοστών αναπλήρωσης, ενώ η προσωπική διαφορά από τον επανυπολογισμό των συντάξεων επικεντρώνεται κατά την εκτίμησή του μόνο σε «τεχνικά θέματα». Η διαφωνία στο θέμα των ποσοστών αναπλήρωσης εντοπίζεται στο ότι το υπουργείο Εργασίας επιδιώκει μεγαλύτερη προστασία των χαμηλόμισθων εργαζομένων, άρα και χαμηλόμισθων μελλοντικών συνταξιούχων, ενώ οι εκπρόσωποι των θεσμών επιδιώκουν μεγαλύτερη σύνδεση των ετών ασφάλισης και των εισφορών με τις συνταξιοδοτικές παροχές. Αυτό σημαίνει ότι ζητούν ευθέως τη μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης για όσους έχουν έως 20 έτη ασφάλισης και την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης για όσους έχουν από 20 έτη έως και 40 έτη ασφάλισης. Επισημαίνουμε ότι η αρχική πρόταση της κυβέρνησης για όσους βγουν στη σύνταξη με 15ετία είναι με ποσοστό αναπλήρωσης 0,80%.
3. Ανώτατα πλαφόν. Με τον νέο ασφαλιστικό νόμο, το ανώτατο όριο εισοδήματος από συντάξεις για όσους λαμβάνουν περισσότερες από μία σύνταξη θα είναι 3.088 ευρώ μικτά για το σύνολο των συντάξεων, από 3.680 ευρώ που είναι σήμερα. Το ανώτατο όριο για τη μία σύνταξη, θα είναι στα 2.304 ευρώ από 2.773 ευρώ που είναι σήμερα. Οι θεσμοί δεν έχουν εκφράσει αντιρρήσεις σε αυτή την πρόταση.
4. Πλαφόν στο άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης έως 1.400 ευρώ. Εκτιμάται ότι πάνω από αυτό το ύψος θα υπάρξουν μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις. Το ποσό αυτό στο άθροισμα των δύο συντάξεων φαίνεται ότι συμπυκνώνει το αποτέλεσμα όλων των ποσοτικών μετρήσεων που έχουν γίνει από το υπουργείο Εργασίας για να προσδιοριστούν τα επίπεδα πάνω από τα οποία θα γίνουν οι ενδεχόμενες περικοπές, ανάλογα με την πορεία των διαπραγματεύσεων. Δηλαδή, το ύψος των περικοπών αποτελεί συνάρτηση μιας σειράς επιμέρους μεταβλητών παραγόντων του ασφαλιστικού, από τους οποίους θα εξαρτηθεί το βάθος και η έκταση των μειώσεων. Τέτοιοι παράγοντες είναι: η ανταποδοτική σύνταξη, τα ποσοστά αναπλήρωσης, η εξοικονόμηση πόρων από τη μείωση του ανώτατου πλαφόν, το τελικό ποσό αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών στις επικουρικές και άρα το αντίστοιχο δημοσιονομικό όφελος κ.ά.
5. Μειώσεις σε περίπου 120.000 επικουρικές συντάξεις. Σύμφωνα με τον αποκαλυπτικό πίνακα των στοιχείων των επικουρικών συντάξεων που δημοσίευσε η «Ναυτεμπορική» (Τρίτη 15 Μαρτίου), μόνο στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης καταγράφονται 186.333 επικουρικές συντάξεις που κυμαίνονται από 400 ευρώ έως και 2.500 ευρώ (ποσά προ μνημονιακών περικοπών). Από αυτή τη «δεξαμενή» των 186.333 συντάξεων θα αναζητηθούν περίπου 120.000 επικουρικές επί των οποίων θα επιβληθούν οι νέες μειώσεις. Στελέχη των ασφαλιστικών ταμείων εκτιμούν ότι οι νέες μειώσεις θα κυμανθούν μεσοσταθμικά γύρω στο 15% - 20%. Βέβαια, οι μειώσεις θα επεκταθούν και στα άλλα Ταμεία που χορηγούν αντίστοιχα υψηλές επικουρικές συντάξεις, όπως είναι τα επικουρικά τμήματα των λεγόμενων ευγενών ταμείων.
6. Αύξηση ασφαλιστικών εισφορών στις επικουρικές κατά 1,5%. Η αρχική πρόταση του υπουργείου προέβλεπε αυτή η αύξηση να επιμεριστεί κατά 1% στους εργοδότες και κατά 0,50% στους εργαζόμενους. Στο θέμα αυτό υπάρχει ισχυρή διαφωνία των εκπροσώπων των θεσμών και ειδικά της εκπροσώπου του ΔΝΤ. Ετσι, όπως φαίνεται, αυτή η διαφωνία θα παραμείνει ένα από τα αγκάθια της διαπραγμάτευσης μέχρι να υπάρξει η οριστική συμφωνία στα μέσα Απριλίου.
Υπερβολικές απαιτήσεις εκτός δεσμεύσεων
Τις αποκλίσεις μεταξύ των δύο πλευρών στο ασφαλιστικό, παράγοντες του υπουργείου Εργασίας αποδίδουν κυρίως στις υπερβολικές απαιτήσεις των πιστωτών, οι οποίες, όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά, είναι «εκτός μνημονιακών δεσμεύσεων και συμβατικών υποχρεώσεων» της χώρας. Δηλαδή, δεν απορρέουν από τα προβλεπόμενα του τρίτου μνημονίου. Ενδεικτική της στάσης της ελληνικής πλευράς για τον αμοιβαίο σεβασμό των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα συμφωνηθέντα στο τρίτο μνημόνιο, είναι η δήλωση του υπουργού Εργασίας, ο οποίος σχολιάζοντας το πόσο αναλογικό θα είναι το σύστημα των κύριων συντάξεων, δήλωσε ότι αυτό θα είναι απόφαση της ελληνικής πλευράς και τόνισε χαρακτηριστικά ότι «δεν συγκυβερνούμε και δεν υπάρχει δέσμευση που να απορρέει από το μνημόνιο».
Από την πορεία των διαπραγματεύσεων μέχρι τώρα προκύπτει ότι υπήρξαν οι «αναγκαίοι συμβιβασμοί» και από τις δύο πλευρές, προκειμένου να βρεθεί σε αρκετά θέματα κοινός τόπος για την τελική συμφωνία, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν ως «σκληρά αγκάθια» το θέμα των μειώσεων των επικουρικών συντάξεων, το ύψος αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και τα ποσοστά αναπλήρωσης στο ανταποδοτικό τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στα έτη ασφάλισης.