Χαμηλώνει τον πήχη των προσδοκιών για ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να διατηρήσει την πίεση στην Αθήνα για την πιστή εφαρμογή του προγράμματος.
Από την έντυπη έκδοση
Χαμηλώνει τον πήχη των προσδοκιών για ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να διατηρήσει την πίεση στην Αθήνα για την πιστή εφαρμογή του προγράμματος.
Η χθεσινή δήλωση του κ. Σόιμπλε, στις Βρυξέλλες, χρονικά, δεν ήταν καθόλου τυχαία, έγινε λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του προέδρου του Εurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ, προς τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης, σύμφωνα με την οποία σύντομα θα ξεκινήσει η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Το σύντομα το προσδιόρισε χρονικά με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης που αρχίζει τώρα στην Αθήνα.
Ο κ. Σόιμπλε, σε συνάντηση που είχε χθες στις Βρυξέλλες με δημοσιογράφους, φρόντισε να κρατήσει χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών από αυτή τη διαδικασία, υπογραμμίζοντας ότι η γερμανική κυβέρνηση θα συμμετάσχει σε αυτή τη συζήτηση, αν και πιστεύει ότι η Ελλάδα δεν θα έχει πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους μέχρι το 2024-2025, λόγω των μεγάλων περιόδων χάριτος στην αποπληρωμή των δανείων.
Με άλλα λόγια λέει ότι δεν υπάρχουν μεγάλες ανάγκες καταβολής τόκων, που να καθιστούν επιτακτική την ελάφρυνση τώρα. Βέβαια, είπε ότι κατανοεί τις πιέσεις του ΔΝΤ για άμεση εξέταση του χρέους, γιατί προβλέπεται, όπως είπε, από τον κανονισμό του οι χώρες που χρηματοδοτεί να έχουν προοπτική βιώσιμων δημοσιονομικών σε βάθος χρόνου. Ο Γερμανός υπουργός πρόσθεσε ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν έχει επιχειρήματα να πάει στη Βουλή της χώρας του και να ζητήσει την έγκριση της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα πρέπει προηγουμένως να υπάρξουν συγκεκριμένα αποτελέσματα στην εφαρμογή του προγράμματος από την κυβέρνηση. «Η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει όλες τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει», ανέφερε. Τέλος, επανέλαβε, με αφορμή της διαφωνίες που υπάρχουν μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ για την Ελλάδα, ότι για τη γερμανική κυβέρνηση η συμμετοχή του διεθνούς οργανισμού στο ελληνικό πρόγραμμα είναι μονόδρομος.
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες, ο Γερμανός υπουργός δεν θέλει σε αυτή τη φάση να περάσει το μήνυμα στην Ελλάδα ότι θα υπάρξει σημαντική ελάφρυνση του χρέους, γιατί πιστεύει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαλάρωση των προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης.
Η στιχομυθία
Μια ανεπίσημη στιχομυθία μεταξύ του προέδρου του Εurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ και του Ευρωπαίου επιτρόπου Πιερ Μοσκοβισί φέρνει στο φως της δημοσιότητας ο δημοσιογράφος των «Financial Times» Πίτερ Σπίγκελ. Κατόπιν της συνέντευξης Τύπου, η οποία ακολούθησε τη συνεδρίαση του Eurogroup, ο κ. Μοσκοβισί, απευθυνόμενος προς τον Ντέισελμπλουμ, ανέφερε τα εξής: «Νομίζω, ότι ξεκίνησες μία τεράστια συζήτηση για το χρέος, για την ελάφρυνση του χρέους».
Ο πρόεδρος του Eurogroup έσπευσε να του απαντήσει: «Αυτό έγινε. Το έκανα επίτηδες».
Νωρίτερα, ο κ. Ντέισελμπλουμ είχε δηλώσει, ενώπιον των δημοσιογράφων, ότι «το ζήτημα του χρέους θα τεθεί επί τάπητος στο εγγύς μέλλον. Γνωρίζουμε ότι ένα κομμάτι της λύσης περιλαμβάνει και το ζήτημα του χρέους. Είμαστε κοντά στο σημείο έναρξης αυτού του διαλόγου».
Γενναιοδωρία
Παρότι το Βερολίνο επισήμως δεν επιθυμεί τη σύνδεση της προσφυγικής κρίσης με την πρόοδο της Ελλάδας στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το γερμανικό κόμμα των Πρασίνων υποστηρίζει ότι η χώρα πρέπει να δείξει γενναιοδωρία, τόσο για το ελληνικό χρέος όσο και για το χρονοδιάγραμμα των μεταρρυθμίσεων.
«Στην παρούσα κρίσιμη κατάσταση, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα όφειλε να βοηθήσει την Ελλάδα, και μάλιστα όχι μόνο με την υποδοχή προσφύγων, αλλά επίσης και με μια ορισμένη γενναιοδωρία στο θέμα της ελάφρυνσης χρέους και στο χρονοδιάγραμμα των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί», δήλωσε στην εφημερίδα του Ντίσελντορφ «Rheinische Post» η πρόεδρος των Πράσινων της Γερμανίας, Ζιμόνε Πέτερ.
Δεν αρκεί
Δεν αρκεί η ελάφρυνση του χρέους που προσφέρουν οι Ευρωπαίοι, αλλά χρειάζεται «σοβαρή αναδιάρθρωσή του», όπως ζητεί το ΔΝΤ, υποστηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σύμφωνα με όσα είπε ο καθηγητής Πάνος Καζάκος μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων.
Ο κ. Καζάκος επεσήμανε ότι «έχουμε το μεγαλύτερο χρέος της Ευρώπης. Είναι ο δείκτης της αποτυχίας της ελληνικής πολιτικής». Και αναφερόμενος στις δύο σχολές σκέψης για το χρέος, την ευρωπαϊκή (που αφορά ελάφρυνση) και του ΔΝΤ (που περιλαμβάνει ονομαστική μείωση), ο κ. Καζάκος τόνισε: «Αισθάνομαι να είμαι πιο κοντά στην προσπάθεια της κυβέρνησης να πάμε πιο κοντά σε αυτό που λένε οι θεσμοί για ελάφρυνση χρέους, επιμήκυνση και μορατόριουμ πληρωμών, ρύθμιση επιτοκίων κ.λπ. Δεν είναι λίγο, είναι σημαντικό. Το ερώτημα είναι αν αρκεί αυτό το πράγμα. Κατά τη γνώμη του Γραφείου δεν αρκεί η ελάφρυνση, γιατί θα παραμείνει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Είναι βέβαιο ότι ένα τέτοιο χρέος αποθαρρύνει επενδυτές. Θέλω να πω δηλαδή ότι έχουμε ένα επιχείρημα να ζητήσουμε κάτι παραπάνω από την ελάφρυνση».
«Εχει επιχειρήματα η Ελλάδα για να διεκδικήσει ορισμένα πράγματα, αρκεί να τα ξεχωρίζει. Και σ’ αυτό είμαι πιο κοντά στο ΔΝΤ που μιλά για σοβαρή αναδιάρθρωση και όχι απλώς επιμήκυνση», πρόσθεσε ο κ. Καζάκος.
Πρόβλεψη για το χρέος
Μια σημαντική πρόβλεψη για το ελληνικό χρέος διατυπώθηκε από τον δρα Πλάτωνα Μονοκρούσο, επικεφαλής Οικονομολόγο του Ομίλου Eurobank. Οπως είπε, αμέσως μετά την αξιολόγηση, το κλείσιμο της οποίας σε σύντομο χρόνο είναι καθοριστικό, θα υπάρξει γενναία μετακύλιση των χρόνων ωρίμανσης του ελληνικού χρέους.
Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, τα δάνεια από την Ευρώπη, η επιμήκυνση υπολογίζεται στα 20-30 έτη, θα υπάρξει περίοδος χάριτος σε πληρωμές και χρεολύσια. Κατά τον κ. Μονοκρούσο, η ελάφρυνση θα οδηγήσει σε νέο ορισμό του χρέους και της βιωσιμότητάς του, ήτοι θα πρόκειται για δανειακές ανάγκες της γενικής κυβέρνησης που δεν θα υπερβαίνουν κατ’ έτος το 10% του ΑΕΠ. Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι μέσα στη διαπραγμάτευση θα πρέπει να μπει και η καμπύλη των επιτοκίων. Μετά την ολοκλήρωσή της, δε, εκτιμάται πως θα έχει φύγει το 45% των μέτρων, θα ενισχυθεί η ρευστότητα (ΕΚΤ - ομόλογα), θα δοθεί έμφαση στην ενίσχυση επενδύσεων στον εξαγωγικό κυρίως τομέα, ενώ θα ενταθεί και η κατανάλωση.
Γιατί απέτυχαν τα μνημόνια
Ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, ενημερώνοντας την Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων για τις εκθέσεις του Γραφείου για την οικονομική πολιτική του 2015, ανέφερε τους επτά παράγοντες που απέτυχαν τα μνημόνια και χρειάστηκε η κυβέρνηση να υπογράψει και τρίτο μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015:
1) Είχαμε «πολύ πιο έντονο το αρχικό αμάρτημα» σε σχέση με Ιρλανδούς, Πορτογάλους και Κύπριους.
2) Το μέγεθος της λιτότητας που μας ζητήθηκε: «Φέρει ευθύνη και η Ευρώπη. Μας ζητήθηκε δημοσιονομικός άθλος που μας υπερέβαινε και μάλιστα με λάθος πολλαπλασιαστές», υπενθύμισε.
3) Το μίγμα της λιτότητας: Ρίξαμε το βάρος στην αύξηση των φόρων και τη μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Ο κ. Λιαργκόβας ανέφερε ότι η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επισημαίνει πως όσο περισσότερο βασίζεται η δημοσιονομική προσαρμογή στην αύξηση φορολογίας τόσο πιο πενιχρά είναι τα αποτελέσματα.
4) Ελλειψη εξαγωγών. Οι εξαγωγές σε Ιρλανδία και Πορτογαλία πήγαν καλύτερα. Εμείς είχαμε μικρή εξαγωγική βάση και παρά την εσωτερική υποτίμηση οι εξαγωγές δεν αυξήθηκαν.
5) Κοινωνική δικαιοσύνη μέτρων και στα τρία μνημόνια. «Η δέκατη εντολή για να πετύχει πρόγραμμα είναι να είναι κοινωνικά δίκαιο και αποδεκτό» είπε και συμπλήρωσε πως «και για τα τρία μνημόνια ερώτημα είναι αν προωθούσαν μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης».
6) Μη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού βγάζει την Ελλάδα τελευταία στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με Πορτογαλία, Κύπρο και Ιρλανδία. Αν και όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, δεν φτάνει να περνούν από τη Βουλή, πρέπει και να εφαρμόζονται, σημείωσε ο κ. Λιαργκόβας.
7) Απουσία θεσμών: «Οπου υπάρχουν αδύναμοι θεσμοί πριν από κρίση, είναι δύσκολο να έχεις αποτελεσματικότητα στο πρόγραμμα. Εμείς δεν έχουμε ισχυρούς θεσμούς εκτός από το ΑΣΕΠ. Δεν φθάνει να αλλάξουν μόνο τα δημοσιονομικά, αλλά και οι θεσμοί» επεσήμανε και ζήτησε «να ενισχυθούν οι τυπικοί θεσμοί και να καταπολεμηθούν οι άτυποι όπως το πελατειακό κράτος».