Δύο διαφορετικές «φιλοσοφίες» για την κατανομή των βαρών αναμένεται να συγκρουστούν κατά το τελικό στάδιο της διαπραγμάτευσης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των τεσσάρων θεσμών.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Δύο διαφορετικές «φιλοσοφίες» για την κατανομή των βαρών αναμένεται να συγκρουστούν κατά το τελικό στάδιο της διαπραγμάτευσης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των τεσσάρων θεσμών.
Η ελληνική πλευρά έχει καταστήσει σαφές ότι σε ασφαλιστικό, φορολογικό, αλλά και «κόκκινα» δάνεια θέλει να προστατέψει τους πολλούς και να πληρώσουν τον «λογαριασμό» οι λίγοι. Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνει αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τους έχοντες ατομικά εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ, αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των επαγγελματιών ώστε να επιβαρυνθούν τα ανώτερα κλιμάκια, περικοπή μόνο των υψηλών συντάξεων και εξαίρεση των μη εξυπηρετούμενων δανείων -κυρίως αυτών που έχουν δοθεί σε νοικοκυριά- από τη διαδικασία της πώλησης στα κερδοσκοπικά funds.
Οι δανειστές από την πλευρά τους φέρονται να αντιδρούν εκτιμώντας ότι το να σηκώσουν όλο το βάρος κάλυψης του δημοσιονομικού κενού μερικές εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι, ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι ενέχει τον κίνδυνο τα νούμερα να μη βγουν, καθώς θα πολλαπλασιαστούν οι πιθανότητες αύξησης της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής ή ακόμη και της μεταφοράς εισοδημάτων εκτός ελληνικών συνόρων.
Φορολογικό
Με βάση τις φορολογικές δηλώσεις του 2015, από τα 8,5 εκατ. φορολογικές δηλώσεις, τα 5,37 εκατ. υποβλήθηκαν από μισθωτούς και συνταξιούχους. Και από αυτούς, τα 3.054.422 δήλωσαν εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ, που σημαίνει ότι δεν πλήρωσαν ούτε ένα ευρώ φόρο (σ.σ.: η έκπτωση φόρου των 2.100 ευρώ ισοδυναμεί με αφορολόγητο 9.550 ευρώ).
Στις φορολογικές δηλώσεις του 2011, ο αριθμός των μισθωτών και των συνταξιούχων με αποδοχές κάτω από 10.000 ευρώ ήταν 2.404.000. Δηλαδή, μέσα σε μια τετραετία, 600.000 μισθωτοί και συνταξιούχοι, έπαψαν να πληρώνουν φόρο εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων τους. Αυτό το στοιχείο επικαλείται το κουαρτέτο και ζητά -όπως αποκάλυψε χθες η «Ν»- τη μείωση του αφορολόγητου μέσα από το ψαλίδισμα της φορολογικής έκπτωσης των 2.100 ευρώ. Η ελληνική πλευρά αντιδρά σε μια τέτοια πολιτική, καθώς θέλει να προστατεύσει τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Προτιμά να αυξήσει τον φόρο σε όσους δηλώνουν απολαβές άνω των 30.000 ευρώ ανεξαρτήτως πηγής εισοδήματος.
Με βάση τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων του 2015, απολαβές πάνω από αυτό το όριο εμφανίζουν μόλις 267.000 χιλιάδες φορολογούμενοι, εκ των οποίων 123.947 είναι μισθωτοί. Το δίλημμα λοιπόν που θα πρέπει να απαντηθεί είναι αν τα πρόσθετα φορολογικά βάρη για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού θα μοιραστούν σε 5.319.000 μισθωτούς και συνταξιούχους που δηλώνουν κάτω από 40.000 ευρώ ατομικό εισόδημα (σ.σ.: τόσοι θα επηρεαστούν αν μειωθεί η έκπτωση φόρου) ή αν θα επικεντρωθεί στους 267.000 πολίτες που δηλώνουν πάνω από 30.000 ευρώ.
Ασφαλιστικό
Η «ταξική» πολιτική που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνηση αφορά τόσο το σκέλος των εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος (δηλαδή, τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών που θα κληθούν να πληρώσουν ειδικά οι αυτοαπασχολούμενοι από το 2017) όσο και το σκέλος των δαπανών (δηλαδή το αν θα υπάρξουν περικοπές ή όχι στις κύριες και στις επικουρικές συντάξεις).
Μετά την αναφορά του πρωθυπουργού, ότι «έγνοια μας δεν είναι να προστατεύσουμε αυτούς που έχουν μια μεγάλη σύνταξη, αλλά αυτούς που έχουν συντάξεις από 600 έως 1200 ευρώ», αναζωπυρώθηκαν τα σενάρια για περικοπές στις κύριες συντάξεις.
Αν η διαχωριστική γραμμή μπει στα 1.500 ευρώ, τότε το βάρος θα πέσει στις πλάτες 356.454 συνταξιούχων σε ένα σύνολο πληθυσμού 2.653.274 συνταξιούχων, σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος «Ηλιος». Δηλαδή, το ψαλίδι πάνω από τα 1.500 ευρώ επηρεάζει το 13,44% των συνταξιούχων και αφήνει στο «απυρόβλητο» το υπόλοιπο 86,56%.
Οι «πλουσιότεροι» συνταξιούχοι της χώρας (αυτοί με τις αποδοχές άνω των 1.500 ευρώ) εισπράττουν αθροιστικά 7,6 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι απαιτείται μεσοσταθμική μείωση 10% για να εξασφαλιστούν 760 εκατ. ευρώ.
Ηδη, έχει προωθηθεί η μείωση του «πλαφόν» από κύριες και επικουρικές συντάξεις. Αυτό το μέτρο, όμως, από μόνο του δεν αρκεί, καθώς αφορά ελάχιστους: συντάξεις πάνω από 3.000 ευρώ εισπράττουν συνολικά κάτω από 2.500 άτομα.
Η σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα λειτουργεί ευνοϊκά για τους επιτηδευματίες που δηλώνουν εισοδήματα έως 10.000-15.000 ευρώ (σ.σ.: το ακριβές εισοδηματικό κλιμάκιο εξαρτάται από το σε ποια ασφαλιστική κλάση ανήκουν σήμερα) και ζημιώνει όλους τους υπόλοιπους.
Ακόμη και μετά τις εκπτώσεις που ανακοινώθηκαν από το υπουργείο Εργασίας για γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς και αγρότες, προκύπτουν σοβαρές επιβαρύνσεις.
Σε κάθε περίπτωση, με τη διαχωριστική γραμμή να μπαίνει στις 10.000 ευρώ, η συντριπτική πλειονότητα των επαγγελματιών προστατεύεται ή ενισχύεται. Εισοδήματα από ελεύθερα επαγγέλματα ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις δηλώνουν συνολικά 495.019 φορολογούμενοι (σ.σ.: στην πραγματικότητα ο αριθμός τους είναι μεγαλύτερος, αλλά υπάρχουν και πολλές χιλιάδες ζημιογόνοι). Από το περίπου μισό εκατομμύριο των φορολογουμένων, αποδοχές έως 15.000 ευρώ δηλώνουν 407.573 άτομα (131.624 έως 1.000 ευρώ, 157.158 έως 5.000 ευρώ και 78.640 έως 1.950 ευρώ).
«Κόκκινα» δάνεια
Η ελληνική πρόταση για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων προβλέπει τριετές πάγωμα στη δυνατότητα πώλησης σε κερδοσκοπικά funds εφόσον τα δάνεια αυτά ανήκουν σε μία από τις πέντε κατηγορίες που ακολουθούν:
1 Τα δάνεια για τα οποία η εξασφάλιση είναι πρώτη κατοικία.
2 Τα καταναλωτικά δάνεια ύψους έως 20 χιλιάδων ευρώ.
3 Από τα δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να μεταβιβαστούν αυτά με ύψος έως 500.000 ευρώ και από τα δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, αυτά με ύψος έως 100.000 ευρώ.
4 Δάνεια που έχουν υπαχθεί στον ν. 3869/2010 και στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της αγοράς για τουλάχιστον τρία χρόνια.
5 Δεν θα μπορούν να ενταχθούν στην αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Εξαιρώντας τα δάνεια με ενέχυρο κύριας κατοικίας, τα μικρά καταναλωτικά, αλλά και τα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η κυβέρνηση θέλει να περιορίσει δραστικά τον αριθμό αυτών που θα έρθουν αντιμέτωποι με τις εισπρακτικές πολιτικές των funds.
Αντίθετη είναι η άποψη των δανειστών, οι οποίοι, τουλάχιστον σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, δηλώνουν την πλήρη αντίθεσή τους στο τριετές «πάγωμα» για τις πέντε κατηγορίες που προαναφέρθηκαν και ζητούν «άνοιγμα» της αγοράς εδώ και τώρα.