«Ευλογία ή κατάρα η χαμηλή τιμή του πετρελαίου» διερωτάται η Deutsche Welle, επιχειρώντας να αναλύσει τις επιπτώσεις της «κατάρρευσης» του αργού στην παγκόσμια οικονομία.
«Ευλογία ή κατάρα η χαμηλή τιμή του πετρελαίου» διερωτάται η Deutsche Welle, επιχειρώντας να αναλύσει τις επιπτώσεις της «κατάρρευσης» του αργού στην παγκόσμια οικονομία.
Όπως αναφέρει το γερμανικό δημοσίευμα, η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», στην οποία έχει περιέλθει η αγορά πετρελαίου, δεν αφορά μόνο τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις, αλλά το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει η υπερπροσφορά», σημειώνει ο αναλυτής της Saxo Bank, Όλε Χάνζεν.
Στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες έχουν αυξήσει κατακόρυφα την παραγωγή, με αποτέλεσμα να έχουν πλημμυρίσει την αγορά με φθηνό πετρέλαιο. Η ζήτηση όμως δεν είναι εξίσου μεγάλη, με αποτέλεσμα να κατρακυλά η τιμή του μαύρου χρυσού.
Η μειωμένη τιμή λειτουργεί σαν αναπτυξιακό πρόγραμμα
Γενικότερα, όπως εκτιμούν αρκετοί οικονομολόγοι, η εξέλιξη αυτή λειτουργεί προς όφελος της ανάπτυξης. «Μέχρι πριν από λίγο καιρό η κατακόρυφη αυτή πτώση των τιμών θα προκαλούσε σχεδόν παντού πανηγυρισμούς», σχολιάζει ο Στέφαν Κρόιτσκαμπ από την Deutsche Bank. Γενικότερα ισχύει ο εξής κανόνας, σύμφωνα με οικονομολόγους: η μείωση της τιμής του πετρελαίου κατά 10% οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,1 έως και 0,5%.
Όσο χαμηλότερη η τιμή, τόσο χαμηλότερα και τα κόστη παραγωγής για τις περισσότερες επιχειρήσεις. Οι δε, καταναλωτές έχουν περισσότερα στη τσέπη επειδή ξοδεύουν λιγότερα για βενζίνη και πετρέλαιο θέρμανσης. Συνεπώς - και αυτό είναι τουλάχιστον το επιχείρημα πολλών ειδικών - η πτώση της τιμής του πετρελαίου ισοδυναμεί πρακτικά και εκ του αποτελέσματος με μείωση της φορολογίας και δίνει ώθηση στην ανάπτυξη. Εντούτοις μερίδα οικονομολόγων θέτει τη θεωρία αυτή εν αμφιβόλω.
Τους τελευταίους μήνες η τιμή του πετρελαίου υποχώρησε κατά 70%. Η κατακόρυφη αυτή μείωση όμως δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη. Αντιθέτως, το ΔΝΤ προειδοποιεί εν τω μεταξύ για τους κινδύνους της εξαιρετικά χαμηλής τιμής. Το Ταμείο αναθεώρησε μάλιστα επί τα χείρω τiς προγνώσεις του για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας την τρέχουσα χρονιά.
Στις χρηματαγορές το φθηνό πετρέλαιο θεωρείται ήδη επικίνδυνο εμπορικό προϊόν. Γεγονός είναι ότι ο ενεργειακός κλάδος τελεί το τελευταίο διάστημα υπό ασφυκτικές πιέσεις. Σύμφωνα με το Bloomberg, το 2015 οι πετρελαϊκές εταιρίες προχώρησαν σε 250.000 απολύσεις και καταργήσεις θέσεων εργασίας. Σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για ιδιαίτερα επικερδείς θέσεις εργασίας, η απώλεια των οποίων πλήττει φυσικά τις εθνικές οικονομίες. Παράλληλα έχει αυξηθεί και ο αριθμός των λουκέτων, αν και δεν επιβεβαιώθηκαν οι Κασσάνδρες που έβλεπαν μαζικό κύμα πτωχεύσεων. Επίσης, πρόσφατα η Standard & Poor´s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα μεγάλων ενεργειακών κολοσσών.
Πλήγμα για τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες
Η χαμηλή τιμή του πετρελαίου πλήττει την ίδια ώρα σε σημαντικό βαθμό πολλές πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Ρωσία και Βενεζουέλα αλλά και άλλες χώρες που εξαρτώνται οικονομικά από την παραγωγή πετρελαίου, βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο. Η προσφορά βοήθειας του ΔΝΤ δια στόματος της Κριστίν Λαγκάρντ την περασμένη εβδομάδα, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία: «Το ΔΝΤ είναι ανοιχτό προς όλα τα μέλη του», είπε η επικεφαλής του Ταμείου, γνωρίζοντας ότι η κατάρρευση μεμονωμένων οικονομιών μπορεί να συμπαρασύρει άμεσα την παγκόσμια οικονομία.
Περισσότερο κατάρα λοιπόν η χαμηλή τιμή του πετρελαίου, παρά ευλογία; «Όχι, είναι η σύντομη απάντηση», τονίζει ο ειδικός Κρόιτσκαμπ, διότι τα πλεονεκτήματα -υπό τη μορφή ελαφρύνσεων για τους καταναλωτές- υπερτερούν των μειονεκτημάτων. «Όλοι μας καταναλώνουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πετρέλαιο, ωστόσο λίγοι άνθρωποι, επιχειρήσεις και χώρες το παράγουν», όπως λέει ο ειδικός.
Εντέλει, το κατά πόσον γίνεται αισθητή η μείωση της τιμής του πετρελαίου σε μια χώρα, εξαρτάται από την ίδια και τα ιδιαίτερα οικονομικά χαρακτηριστικά της. Στις ΗΠΑ, όπου υποχώρησαν πρόσφατα οι ρυθμοί ανάπτυξης, ο ενεργειακός τομέας είναι μείζονος σημασίας. Στη Γερμανία αντίθετα, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών της αναγκών με εισαγωγές, οι καταναλωτικές δαπάνες έδωσαν σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας.